O Αρτζούνα και ο Χάνουμαν (Μια ιστορία από τη Μαχαμπάρατα)
Κάπι-ντβάτζα είναι ένα όνομα του Αρτζούνα που δηλώνει την παρουσία του κραταιού πιθήκου (κάπι) Χάνουμαν στη σημαία (ντβάτζα) του άρματος του Αρτζούνα. Ο Αρτζούνα καμάρωνε πολύ για την επιδεξιότητά του στην τοξοβολία. Κάποτε, περπατούσε στην όχθη ενός ποταμού έχοντας μαζί του το τόξο του, το Γκανντίβα. Εκεί είδε έναν ηλικιωμένο πίθηκο. Αφού υποκλίθηκε με σεβασμό σε αυτόν, ο Αρτζούνα τον ρώτησε, «Ποιος είσαι;».
Ο πίθηκος αποκρίθηκε ευγενικά, «Είμαι ο Χάνουμαν, υπηρέτης του Σρι Ράμα. Τότε ο Αρτζούνα ρώτησε, «Είσαι ο υπηρέτης του ίδιου Ράμα, ο οποίος, ανίκανος να φτιάξει μία γέφυρα από βέλη πάνω στον ωκεανό, προσέλαβε πίθηκους για να χτίσουν μία γέφυρα από πέτρες; Μόνο τότε μπόρεσε ο στρατός του να περάσει τον ωκεανό. Αν ήμουν τότε εκεί, θα είχα χτίσει μία τόσο δυνατή γέφυρα από βέλη, που ολόκληρος ο στρατός του θα μπορούσε πολύ εύκολα να περάσει απέναντι».
Ο Χάνουμαν απάντησε ευγενικά, «Αλλά η γέφυρά σου δεν θα άντεχε το βάρος ούτε του πιο αδύναμου πίθηκου του στρατού του Σρι Ράμα». Ο Αρτζούνα είπε, «Θα φτιάξω μία γέφυρα από βέλη πάνω σε αυτό το ποτάμι και εσύ μπορείς να περάσεις με το πιο βαρύ φορτίο που μπορείς να μεταφέρεις». Τότε ο Χάνουμαν επεκτάθηκε σε μία τεράστια μορφή και έφυγε πηδώντας προς τα Ιμαλάια. Γύρισε με βαριά βράχια κρεμασμένα σε κάθε τρίχα του σώματός του. Μόλις έβαλε το ένα πόδι του στη γέφυρα, αυτή άρχισε να κουνιέται, αλλά περιέργως, δεν έσπασε. Ο Αρτζούνα έτρεμε από φόβο. Φέρνοντας στον νου του τη λατρευτή του θεότητα, τον Σρι Κρίσνα, προσευχήθηκε, «Ω Κύριε! Η τιμή των Πάννταβα είναι στα χέρια Σου».
Όταν ο Χάνουμαν έβαλε όλο το βάρος του με τα δύο του πόδια πάνω στη γέφυρα, είδε με κατάπληξη ότι αυτή δεν έσπασε. Αν η γέφυρα δεν έσπαγε, θα ήταν γι’ αυτόν μεγάλη ντροπή. Μέσα στην καρδιά του, ο Χάνουμαν θυμήθηκε τον λατρευτό του Κύριο, τον Σρι Ραματσάνντρα. Στο μεταξύ, η ματιά του έπεσε κάτω από τη γέφυρα, όπου δεν είδε να κυλά νερό αλλά χείμαρροι από αίμα. Ο Χάνουμαν πήδησε αμέσως από τη γέφυρα και κοίταξε προσεκτικά από κάτω. «Αχ! Τι είναι αυτό;», φώναξε. «Ο λατρευτός μου Κύριος, ο Σρι Ραματσάνντρα, βαστάει ο ίδιος στην πλάτη Του τη γέφυρα από μυτερά βέλη!». Έπεσε αμέσως στα λωτοειδή πόδια του Σρι Ραματσάνντρα.
Την ίδια στιγμή, ο Αρτζούνα είδε τον Κύριο όχι ως Σρι Ράμα, αλλά ως Σρι Κρίσνα. Ο Χάνουμαν και ο Αρτζούνα χαμήλωσαν τα κεφάλια τους από ντροπή μπροστά στον λατρευτό τους Κύριο, που είπε, «Δεν υπάρχει διαφορά ανάμεσα σε αυτές τις δύο μορφές Μου. Εγώ, ο Κρίσνα, στη μορφή του Σρι Ράμα, έρχομαι για να εδραιώσω τα όρια της ηθικής και της σωστής θρησκευτικής συμπεριφοράς, και σε αυτή τη μορφή του λίλα-πουρουσότταμα Κρίσνα, του Υπερτάτου Κυρίου που απολαμβάνει υπερβατικές διασκεδάσεις, προσωποποιώ όλες τις ράσα, τις γλυκιές σχέσεις με τους αφοσιωμένους υπηρέτες Μου. Από τώρα και στο εξής, εσείς, που είσαστε και οι δύο υπηρέτες Μου, θα πρέπει να γίνετε φίλοι. Σε μία μάχη στο κοντινό μέλλον, ο κραταιός Χάνουμαν, στη σημαία του άρματος του Αρτζούνα, θα τον προστατεύει σε κάθε περίσταση».
Γι’ αυτόν τον λόγο, ο Χάνουμαν κόσμησε τη σημαία του άρματος του Αρτζούνα στη μάχη της Μαχαμπάρατα. Έτσι ο Αρτζούνα πήρε το όνομα Κάπι-ντβάτζα, δηλαδή αυτός που έχει στη σημαία του έναν πίθηκο.
Υστερόγραφο: Αμέσως μετά το τέλος της μάχης του Κουρουκσέτρα, ο Κρίσνα διεταξε τον Αρτζούνα να κατέβει από το άρμα και ύστερα κατέβηκε και Αυτός. Τη στιγμή που ο Κρίσνα κατέβηκε από το άρμα, ο Χάνουμαν, που βρισκόταν στη σημαία, πετάχτηκε αστραπιαία από τη σημαία, έφυγε προς τους ουρανούς και εξαφανίστηκε. Όλοι έστρεψαν τα βλέμματά τους στο άρμα του Αρτζούνα. Ενώ κοιτούσαν, το άρμα άρχισε να καίγεται σαν ένας σωρός ξύλα, και μέσα σε λίγες στιγμές έγινε ένας σωρός από στάχτη. Τα υπέροχα λευκά άλογα του Αρτζούνα κάηκαν και αυτά. Το άρμα του Αρτζούνα, που η θέα του έφερνε τον τρόμο στις καρδιές των Κώραβα, ηταν τώρα ένας σωρός από στάχτη.
Ο Αρτζούνα έστρεψε τα μάτια του, που ήταν γεμάτα δάκρυα, στον Κρίσνα και είπε: «Αγαπημένε μου Κύριε, τι είναι αυτό που βλέπω; Το χρυσό άρμα μου που μου χάρισε ο Άγκνι, το άρμα που Εσύ οδηγούσες όλες αυτές τις μέρες, κάηκε μπροστά στα μάτια μου χωρίς λόγο. Δεν καταλαβαίνω. Πες μου Σε παρακαλώ, γιατί συνέβη αυτό;».
Το πρόσωπο του Κρίσνα ήταν βλοσυρό. Είπε: «Αρτζούνα, το άρμα σου έχει εκπληρώσει τον σκοπό του. Δεν χρειάζεται πλέον. Το άρμα αυτό δέχθηκε πολλά όπλα του Ντρόνα και του Κάρνα. Άντεξε στα όπλα αυτά, καθώς και στο μπραμάστρα του Ασβαττάμα. Έπρεπε να είχε καεί πολύ πριν, αλλά επειδή ήμουν Εγώ επάνω του δεν κάηκε. Τώρα που πέτυχες τον σκοπό σου το εγκατέλειψα και επέτρεψα να γίνει στάχτες. Όλα σε αυτόν τον κόσμο δημιουργούνται για κάποιον λόγο. Όταν ο σκοπός τους πραγματοποιηθεί, δεν χρειάζονται πια». Η βλοσυρότητα είχε φύγει τώρα από το πρόσωπο του Κρίσνα, που χαμογελούσε ξανά.
Ο Κρίσνα είπε: «Αρτζούνα, το ίδιο συμβαίνει και με τους ανθρώπους. Κάθε άνθρωπος πορεύεται σε αυτό το παράξενο, πολυτάραχο ταξίδι που ονομάζεται ζωή. Έχει σταλεί σε αυτόν τον κόσμο για κάποιον λόγο. Όταν ο σκοπός του εκπληρωθεί, η γη δεν τον χρειάζεται πια. Αυτό ισχύει για όλους μας, ακόμα και για Μένα. Έχω εμφανισθεί σε αυτή τη γη για κάποιο λόγο και όταν ο σκοπός Μου ολοκληρωθεί, ακόμα κι Εγώ θα πεθάνω. Το ίδιο κι εσύ και οι αγαπημένοι σου αδελφοί. Μη θρηνείς λοιπόν».
Μετάφραση: Γ. Δ. Κωνσταντόπουλος
(Η ζωγραφιά της προμετωπίδας είναι της Sally Κωνσταντοπούλου)
Πρόσφατα σχόλια