Σρίλα Ναροττάμα ντάσα Τάκουρα
Σήμερα, ημέρα εμφάνισης του μεγάλου Βαϊσνάβα ατσάρια Σρίλα Ναροττάμα ντάσα Τάκουρα, δημοσιεύουμε ένα σύντομο σχεδίασμα της ζωής του, που γράφτηκε για την ελληνική έκδοση του βιβλίου «Τραγούδια των Βαϊσνάβα ατσάρια», το οποίο δημοσιεύθηκε πρόσφατα σε αυτόν τον ιστότοτοπο.
Ο Ναροττάμα ντάσα Τάκουρα εμφανίσθηκε στο χωριό Κετουρί της περιοχής Γκοπαλπούρ της Ορίσα κάποια μέρα στα μέσα του 15ου αιώνα. Ο πατέρας του, ο Ράτζα Κρισνανάνντα Ντάττα, ήταν ζαμιννταρ (αριστοκράτης γαιοκτήμονας) της Γκοπαλπούρ. Γεννήθηκε με όλα τα σωματικά σημάδια μιας μεγάλης θεϊκής προσωπικότητας. Από την παιδική του ηλικία φανέρωσε δείγματα του μελλοντικού μεγαλείου του. Διέθετε εξαιρετική ευφυΐα, τη δυνατότητα να απομνημονεύει οτιδήποτε άκουγε, και κυρίως, τη λαχτάρα να υπηρετεί τον Υπέρτατο Κύριο. Από νωρίς απέκτησε τέλεια γνώση των σανσκριτικών και των βεδικών γραφών. Διαλογιζόταν διαρκώς τις θαυμαστές αρετές του Κυρίου Τσετάνια Μαχαπραμπού και του Νιτιανάνντα Πραμπού. Προσευχόταν στον Τσετάνια Μαχαπραμπού και στους συντρόφους Του με δάκρυα στα μάτια. Εντέλει, ο Κύριος και οι σύντροφοί Του εμφανίσθηκαν σε ένα όνειρο και τον παρηγόρησαν με ευγενικά λόγια. Σύμφωνα με το έργο Πρεμα-βιλασα, όταν ο Μαχαπραμπού διέσχιζε την περιοχή Κουλίγια, και καθώς χόρευε και έψελνε εκστατικά, άρχισε να φωνάζει το όνομα του Ναροττάμα. Όταν ο Νιτιανάνντα Τον ρώτησε γιατί το κάνει αυτό, ο Μαχαπραμπού απάντησε, «Κύριέ Μου, δεν γνωρίζεις τις δόξες Σου. Όταν πήγαμε στο Τζαγκαννάτα Πούρι, έχυνες δάκρυα θεϊκής αγάπης κάθε μέρα. Κατάφερα να μαζέψω τη θεϊκή αγάπη Σου και να την φυλάξω. Τώρα, θέλω να την αφήσω εδώ, στον ποταμό Παντμαβατί για τον Ναροττάμα ντάσα.» Τότε ο Μαχαπραμπού πήγε στον ποταμό Παντμαβατί, σε ένα σημείο γνωστό ως Κουτουμπούρ, όπου έκανε μπάνιο και τραγούδησε εκστατικά. Έπειτα φώναξε στον ποταμό, «Ω ποταμέ Παντμαβατί! Πάρε την αγάπη Μου και φύλαξέ την εδώ. Όταν έλθει ο Ναροττάμα να κάνει μπάνιο, δώσ’ την σ’ εκείνον.» Ο Παντμαβατί ρώτησε, « Πώς όμως θα τον αναγνωρίσω;» Ο Μαχαπραμπού απάντησε, «Θα καταλάβεις ότι είναι ο Ναροττάμα, επειδή όταν μπει στα νερά σου, θα ξεχειλίσεις.» Το μέρος όπου ο Μαχαπραμπού άφησε την πρεμα για χάρη του Ναροττάμα ονομάστηκε αργότερα Πρεματαλί. Όταν ο Ναροττάμα ήταν δώδεκα ετών, είδε ένα όνειρο στο οποίο ο Νιτιανάνντα Πραμπού τού είπε να κάνει μπάνιο στον ποταμό Παντμαβατί και να πάρει την πρεμα που είχε αφήσει εκεί γι’ αυτόν. Ο Ναροττάμα πήγε την επόμενη μέρα στο ποτάμι, και μόλις έβαλε το πόδι του στο νερό, το ποτάμι άρχισε να ξεχειλίζει. Τότε ο Παντμαβατί θυμήθηκε τα λόγια του Μαχαπραμπού και έδωσε στον Ναροττάμα την πρεμα που φύλαγε γι’ αυτόν.
Μόλις ο Ναροττάμα δοκίμασε την έκσταση της πρεμα, ο χαρακτήρας του, η εμφάνισή του, τα πάντα σ’ αυτόν άλλαξαν. Οι γονείς του έκαναν τα πάντα για να τον επαναφέρουν στην κανονική του κατάσταση, αλλά απέτυχαν. Έχοντας πιει το κρασί της θεϊκής έκστασης, ο Ναροττάμα είχε μεθύσει, και οι οικογενειακοί δεσμοί δεν μπορούσαν πλέον να τον κρατήσουν. Ο Ναροττάμα άρχισε να αναρωτιέται πώς θα δραπετεύσει από τις υλικές περιπλοκές. Τελικά, κάποια μέρα που ο πατέρας του με τον θείο του ήταν μακριά για δουλειές, ξεγέλασε τη μητέρα του και τους σωματοφύλακές του και έφυγε για τη Βρινντάβανα. Όταν συνέβη αυτό το περιστατικό ήταν πανσέληνος του μήνα Καρτίκα. Παρόλο που ήταν γιος ενός πλούσιου γαιοκτήμονα, η επιθυμία του να ενωθεί με τον Κύριο ήταν τόσο μεγάλη, ώστε ήταν έτοιμος να εγκαταλείψει τις ηδονές του σώματος μέσα σε μια στιγμή. Περπατούσε ξυπόλητος μέρα-νύχτα, έκλαιγε από τον πόνο και ξεχνούσε να φάει και να πιει, ωσότου στο τέλος έπεσε αναίσθητος κάτω από ένα δέντρο. Ένας μπραμανα με χρυσαφένια επιδερμίδα ήλθε και του πρόσφερε ένα ποτήρι γάλα και του είπε με γλυκιά φωνή, «Ω Ναροττάμα, πιες αυτό το γάλα. Τα κοψίματα και οι μελανιές σου θα φύγουν.» Αφού είπε αυτά τα λόγια, ο μπραμανα εξαφανίσθηκε, και ο εξαντλημένος Ναροττάμα τελικά αποκοιμήθηκε. Εκείνη τη νύχτα ονειρεύτηκε τον Ρούπα και τον Σανάτανα Γκοσουάμι. Οι δύο Γκοσουάμι έβαλαν τα χέρια τους στο στήθος του και τον τάισαν με το γάλα που του είχε φέρει ο Ίδιος ο Μαχαπραμπού. Όλη η κούραση του Ναροττάμα εξαφανίσθηκε.
Η Πρεμα-βιλασα περιγράφει ακόμα πώς δέχθηκε μύηση από τον Λοκανάτα Σουάμι. Ο Λοκανάτα Σουάμι θεωρείται προσωπικός σύντροφος του Σρι Τσετάνια Μαχαπραμπού. Ήταν ο πρώτος Γκωντίγια Βαϊσνάβα που του είπε ο Κύριος να πάει στη Βρινντάβανα. Ήταν Βαϊσνάβα βιβικτανανντι, δηλαδή του άρεσε να λατρεύει τον Κύριο μοναχικά. Με αυτό το πνεύμα είχε ορκιστεί να μην δεχθεί ποτέ μαθητές, αλλά ο Ναροττάμα ορκίστηκε να μην δεχθεί ποτέ άλλον δάσκαλο απο τον Λοκανάτα Σουάμι. Μολονότι ήταν γιος αριστοκράτη, η επιθυμία του Ναροττάμα να δεχθεί το έλεος του Λοκανάτα ήταν τόσο μεγάλη, ώστε πήγαινε αργά κάθε βράδυ να καθαρίσει το μέρος που ο Λοκανάτα χρησιμοποιούσε ως τουαλέτα. Αυτό περιγράφεται ως εξής στην Πρεμα-βιλασα:
«Πήγαινε αργά κάθε βράδυ στο μέρος όπου ο Γκοσουάμι έκανε τις σωματικές του ανάγκες και το καθάριζε. Κοσκίνιζε το χώμα για να το κάνει λεπτό, ώστε να μπορεί ο Γκοσουάμι να καθαρίζει με αυτό τα χέρια του. Σκούπιζε αυτό το μέρος με μία σκούπα από φύλλα καρύδας, και η καρδιά του πλημμύριζε από χαρά. Θεωρούσε τον εαυτό του τυχερό και το σώμα του χρήσιμο. Κρατούσε τη σκούπα σφιχτά στο στήθος του, λέγοντας, ‘Αυτή είναι η δύναμη που θα με βοηθήσει να αποκτήσω τα λωτοειδή πόδια του Κυρίου μου.’ Λέγοντας αυτά τα λόγια, έκλαιγε, και καταρράκτες δακρύων κυλούσαν στο στήθος του.»
Ο Λοκανάτα έμεινε κατάπληκτος βλέποντας ότι εκείνο το μέρος ήταν κάθε μέρα τόσο καθαρό. Περίεργος να ανακαλύψει ποιος ήταν ο υπαίτιος, κρύφτηκε ένα βράδυ στα δέντρα, ψέλνοντας συνεχώς τζαπα όλη νύχτα και περιμένοντας τον άγνωστο ευεργέτη. Τα μεσάνυχτα, άκουσε κάποιον να καθαρίζει και ρώτησε να μάθει ποιος ήταν. Όταν διαπίστωσε πως ο Ναροττάμα, ο γιος ενός ρατζα, έκανε μία τόσο βρόμικη δουλειά, ένιωσε αμηχανία και του ζήτησε να σταματήσει. Ωστόσο, ο Ναροττάμα έπεσε αμέσως στα πόδια του Λοκανάτα και άρχισε να κλαίει. Όταν ο Λοκανάτα είδε την ταπεινοφροσύνη και την οδύνη του Ναροττάμα, η καρδιά του και η απόφασή του μαλάκωσαν και του έδωσε μύηση. Έτσι ο Ναροττάμα έγινε μοναδικό παράδειγμα για όλο τον κόσμο για το πώς θα πρέπει να συμπεριφέρεται κάποιος υπηρετώντας τον πνευματικό του δάσκαλο.
Ο μέγας αυτός άγιος, ο Ναροττάμα ντάσα, ήταν μπραματσαρι σε όλη του τη ζωή. Επισκέφθηκε όλα τα άγια μέρη προσκυνήματος και βρισκόταν στο ύψιστο επίπεδο αγάπης για τον Θεό. Έγραψε πολλά τραγούδια αφοσίωσης για τον πνευματικό δάσκαλο, τους αφοσιωμένους υπηρέτες του Κυρίου, την υπηρεσία αφοσίωσης, τους έξι Γκοσουάμι, τους Γκώρα-Νιτιανάνντα και τους Ράντα-Κρίσνα. Μολονότι γραμμένα σε απλή γλώσσα της Βεγγάλης και συνοδευόμενα από γλυκές μελωδίες, τα τραγούδια του Ναροττάμα ντάσα προσφέρουν τα συμπεράσματα της γνώσης των γραφών (σαστρα σινταντα) και αποτελούν πηγή έμπνευσης και αφοσίωσης. Ο Σρίλα Πραμπουπάντα τραγουδούσε συχνά αυτά τα τραγούδια και τα θεωρούσε τμήμα των βεδικών γραφών. Συχνά τα ανέφερε στις διαλέξεις του.
Ο Ναροττάμα ντάσα υπηρετεί τη Ράντα και τον Κρίσνα ως μαντζαρι. Το σαμαντι του βρίσκεται στην αυλή του ναού Ράντα-Γκοκουλανάνντα στη Βρινντάβανα.
Γ. Δ. Κωνσταντόπουλος
Πρόσφατα σχόλια