Ο φτωχός μπράμανα Αρτζούνα Μίσρα (μια αληθινή ιστορία)
Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένας φτωχός μπράμανα που τον έλεγαν Αρτζούνα Μίσρα και που ήταν μεγάλος αφοσιωμένος υπηρέτης του Μπαγκαβάν Σρι Κρίσνα. Κάθε πρωί, αφού λάτρευε τον Κρίσνα, περνούσε δύο ώρες γράφοντας έναν σχολιασμό της Μπαγκαβάντ-γκίτα και μετά έβγαινε από το σπίτι του για να ζητήσει ελεημοσύνη. Ό,τι συγκέντρωνε ζητιανεύοντας το έδινε στη γυναίκα του, που το μαγείρευε και το πρόσφερε στον Κρίσνα με μεγάλη αγάπη. Ύστερα έδινε το μάχα-πρασάντα στον άντρα της. Ό,τι απέμενε, το έτρωγε η ίδια με μεγάλη ικανοποίηση. Ήταν πολύ φτωχοί και όλα τα ρούχα τους ήταν παλιά και σκισμένα. Είχαν μόνο ένα ντότι κατάλληλο για να βγαίνουν εξω. Όταν ο μπράμανα φορούσε αυτό το ντότι για να πάει για ελεημοσύνη, η γυναίκα του σκέπαζε το σώμα της με κάποιο σκισμένο ύφασμα, και όταν αυτός γύριζε, εκείνη φορούσε το ίδιο ντότι για να βγει στην αυλή, να κάνει τις άλλες δουλειές του σπιτιού. Και οι δύο πίστευαν πως η φτώχεια τους ήταν δώρο από τον Θεό και γι’ αυτό ήταν ευχαριστημένοι. Πρόσφεραν πάντοτε όποια ελεημοσύνη μάζευαν στη λατρευτή τους θεότητα, τον Σρι Γκοπινάτα, και μετά δέχονταν το μάχα-πρασάντα Του. Βρίσκονταν πάντοτε σε αυτή τη διάθεση. Έτσι ο χρόνος τους κυλούσε μακάρια και δεν τους ενοχλούσε καθόλου η κατάστασή τους.
Ο μπράμανα έγραφε τακτικά τον σχολιασμό του πάνω στην Μπαγκαβάντ-γκίτα. Μια μέρα, αφού λάτρεψε τη θεότητα, όπως έκανε κάθε πρωί, κάθισε για να γράψει ένα σχόλιο πάνω στο εξής εδάφιο: «Αλλά σε όσους Με λατρεύουν πάντα με αφοσίωση, διαλογιζόμενοι την υπερβατική μορφή Μου, σε αυτούς φέρνω ό,τι χρειάζονται και προστατεύω ό,τι έχουν». (Μπ.γκ. 9.22). Μόλις το διάβασε σάστισε, και ο νους του βασανίστηκε από μία σοβαρή αμφιβολία, που δεν μπορούσε να λύσει. «Το Υπέρτατο Πρόσωπο της Θεότητας, ο Σρι Κρίσνα, είναι ο μοναδικός κύριος όλου του σύμπαντος. Θα φροντίσει προσωπικά για τις ανάγκες και τη συντήρηση όσων είναι απασχολημένοι αποκλειστικά με τη λατρεία Του; Όχι, δεν μπορεί να είναι αλήθεια. Αν ήταν έτσι, τότε γιατί η κατάστασή μου είναι αυτή; Εξαρτώμαι εντελώς από Αυτόν και με αποκλειστική αφοσίωση έχω προσφέρει τα πάντα στα λωτοειδή Του πόδια. Τότε γιατί θα πρέπει να υποστώ την αγωνία της φτώχειας; Άρα, αυτά τα λόγια δεν μπορεί να τα έχει πει ο Ίδιος ο Κρίσνα· θα πρέπει να είναι εμβόλιμα». Προσπάθησε να βρει λύση γι’ αυτή τη δυσκολία με τη δύναμη της ευφυΐας του, αλλά αντίθετα, μπερδευόταν όλο και πιο πολύ και η αμφιβολία του μεγάλωνε. Στο τέλος, με την κόκκινη πένα του, τράβηξε τρεις γραμμές και διέγραψε αυτή τη στροφή, σταμάτησε να γράφει και βγήκε έξω για να ζητήσει ελεημοσύνη.
Ο πολυεύσπλαχνος Θεός, που προστατεύει τις εγκαταλελειμμένες ψυχές, είδε ότι η αμφιβολία είχε εμφανισθεί στον νου του αφοσιωμένου υπηρέτη Του σχετικά με τα λόγια Του. Παίρνοντας τη μορφή ενός εξαιρετικά όμορφου, τρυφερού, σκουρόχρωμου αγοριού, γέμισε δύο καλάθια με άφθονο ρύζι, όσπρια, λαχανικά, βούτυρο κλπ., και τοποθετώντας τα καλάθια στις δύο άκρες ενός ραβδιού από καλάμι, τα μετέφερε ο Ίδιος στους ώμους Του μέχρι το σπίτι του μπράμανα.
Η πόρτα ήταν κλειδωμένη από μέσα. Χτύπησε, και μετά φώναξε δυνατά, «Ω μητέρα, ω μητέρα!» Αλλά η φτωχή γυναίκα του μπράμανα φορούσε μόνο ένα σκισμένο ύφασμα και έτσι δεν μπορούσε να βγει έξω. Από ντροπή, κάθισε ήσυχη, αλλά τα δυνατά χτυπήματα στην πόρτα και οι φωνές δεν έλεγαν να σταματήσουν. Μην έχοντας άλλη λύση, βγήκε έξω ντροπαλά, με κατεβασμένο το κεφάλι, και άνοιξε την πόρτα. Μεταφέροντας εκείνο το βάρος, το αγόρι μπήκε στην αυλή, τοποθέτησε το φορτίο Του στο έδαφος και στάθηκε στην άκρη. Από ντροπή, η γυναίκα του μπράμανα χαμήλωσε το κεφάλι και ξαναμπήκε στο σπίτι. Ο Θεός, με την περιβολή του αγοριού, της μίλησε ως εξής: «Μητέρα, ο πανντίτα (ο μπράμανα) στέλνει αυτές τις προμήθειες. Πάρ’ τες, σε παρακαλώ, μέσα.»
Μέχρι τώρα, η γυναίκα του μπράμανα στεκόταν με το πρόσωπο χαμηλωμένο. Ακούγοντας τα γλυκά λόγια του αγοριού, σήκωσε το κεφάλι και είδε στην αυλή της δύο μεγάλα καλάθια γεμάτα τρόφιμα. Δεν είχε δει ποτέ τόσα λαχανικά, όσπρια και δημητριακά. Επειδή το αγόρι της ζήτησε επανειλημμένως να τα πάρει, τα μετέφερε στο εσωτερικό του σπιτιού. Ενώ μετέφερε τα τρόφιμα, κοίταζε διαρκώς το πανέμορφο πρόσωπό Του και ένιωθε ανείπωτη ευχαρίστηση. «Αχ! Πόσο όμορφο είναι το πρόσωπό Του! Πώς μπορεί κάποιος να έχει τόση υπερβατική ομορφιά;» Δεν είχε ποτέ φανταστεί τόση ομορφιά. Νιώθοντας δέος, έμεινε άναυδη. Τότε τα μάτια της πρόσεξαν ότι το στήθος του αγοριού είχε τρεις ματωμένες χαραγματιές, σαν κάποιος να το είχε κόψει με ένα κοφτερό όπλο. Η καρδιά της πόνεσε και φώναξε, «Ω γιε μου! Ποιο ανελέητο πρόσωπο έχει πληγώσει το στήθος Σου; Αλίμονο, αλίμονο! Ακόμα και ένα σκληρόκαρδο πρόσωπο θα έλειωνε με τη σκέψη να κόψει ένα τόσο τρυφερό σώμα!»
Ο Σρι Κρίσνα, με την αμφίεση του αγοριού, είπε. «Μητέρα, ενώ σου έφερνα αυτά τα τρόφιμα, καθυστέρησα, και έτσι ο ίδιος ο άντρας σου χάραξε αυτά τα σημάδια στο στήθος Μου.»
Με τα μάτια της γεμάτα δάκρυα, η γυναίκα του μπράμανα φώναξε, «Τι; Το έκανε αυτό; Ας έλθει σπίτι και θα τον ρωτήσω πώς μπόρεσε να είναι τόσο σκληρός. Γιε μου, μη στενοχωριέσαι. Μείνε λίγο ακόμα. Θα μαγειρέψω, και μπορείς κι Εσύ να δοκιμάσεις το πρασάντα του Σρι Γκοπινάτα (της θεότητας).»
Αφού έβαλε το αγόρι να καθίσει στην αυλή, η γυναίκα του μπράμανα πήγε στην κουζίνα και άρχισε να ετοιμάζει τις προσφορές. Τότε ο Κρίσνα σκέφτηκε, «Ο σκοπός για τον οποίον μετέφερα ο Ίδιος αυτά τα τρόφιμα έχει εκπληρωθεί. Τώρα, μόλις ο μπράμανα γυρίσει στο σπίτι του, θα διαπιστώσει αμέσως την εγκυρότητα των λόγων Μου και δεν θα τους αμφισβητήσει ποτέ ξανά.» Με αυτόν τον τρόπο, αφού κανόνισε τα πράγματα έτσι ώστε να διαλύσει τις αμφιβολίες του αφοσιωμένου υπηρέτη Του, ο Κρίσνα εξαφανίσθηκε.
Εκείνη την ημέρα, παρά τη μεγάλη προσπάθειά του, ο μπράμανα δεν μπόρεσε να μαζέψει καμία ελεημοσύνη. Χάνοντας κάθε ελπίδα, γύρισε στο σπίτι του, πιστεύοντας ότι η ανικανότητά του να συγκεντρώσει κάτι ήταν θέλημα του Σρι Γκοπινάτα. Χτύπησε την πόρτα και άνοιξε η γυναίκα του. Όταν είδε ότι ήταν απασχολημένη μαγειρεύοντας, ρώτησε, «Πώς γίνεται να μαγειρεύεις αφού δεν μου έδωσαν καμία ελεημοσύνη σήμερα; Τι στο καλό μαγειρεύεις;»
«Γιατί κάνεις αυτή την ερώτηση; Λίγη ώρα πριν έστειλες τόσα πολλά τρόφιμα με εκείνο το αγόρι, που θα μας πάρει μήνες να τα φάμε. Οπότε γιατί με ρωτάς ‘Τι μαγειρεύεις;’» Ήταν λίγο απορημένη. «Και η καρδιά σου είναι σαν πέτρα. Αυτό δεν το ήξερα. Εκείνο το αγόρι είχε τρεις κόκκινες πληγές στο στήθος Του, που ήταν έτοιμες να ματώσουν. Πώς μπόρεσες να χαράξεις το τρυφερό σώμα εκείνου του παιδιού; Δεν είσαι καθόλου ευσπλαχνικός;»
Ο μπράμανα, εντελώς κατάπληκτος, της ζήτησε να του εξηγήσει. «Δεν έστειλα τίποτα στο σπίτι και δεν χάραξα κανένα αγόρι. Δεν καταλαβαίνω τι μου λες.»
Αφού άκουσε τα λόγια τον άντρα της, του έδειξε το ρύζι, τα όσπρια, το αλεύρι και τα υπόλοιπα πράγματα, αλλά όταν βγήκε στην αυλή για να του δείξει το αγόρι και τα σημάδια Του, το αγόρι δεν ήταν εκεί. Άρχισε να Το ψάχνει παντού. Πού είχε πάει; Η εξώπορτα ήταν κλειστή όπως πριν. Κοίταξαν ο ένας τον άλλον απορημένοι. Ο Μίσρα, ο μπράμανα, άρχισε τότε να καταλαβαίνει τι είχε συμβεί, και δάκρυα κυλούσαν συνεχώς από τα μάτια του. Αφού έπλυνε τα χέρια και τα πόδια του, μπήκε στο δωμάτιο της θεότητας, και για να διαλύσει εντελώς την αμφιβολία του, άνοιξε την Μπαγκαβάντ-γκίτα. Εκείνο το πρωί είχε κάνει τρεις γραμμές με κόκκινο μελάνι πάνω στον στίχο νιτιαμπιγιουκταναμ γιογκ-κσεμαμ («Σε όσους Με λατρεύουν πάντα με αφοσίωση φέρνω ό,τι χρειάζονται και προστατεύω ό,τι έχουν»), αλλά τώρα αυτά τα τρία σημάδια είχαν φύγει. Κυριευμένος από ευτυχία, βγήκε από το δωμάτιο της θεότητας κλαίγοντας, «Αγαπημένη μου, είσαι τόσο τυχερή! Σήμερα είδες τον Ίδιο τον Σρι Γκοπινάτα! Και όλα αυτά τα τρόφιμα στα έφερε ο Ίδιος! Πώς θα μπορούσα ποτέ να στείλω εγώ τόσα πολλά πράγματα; Σήμερα το πρωί, καθώς έγραφα το σχόλιό μου πάνω στην Μπαγκαβάντ-γκίτα, αμφέβαλα για τα λόγια του Θεού και τα διέγραψα με τρεις γραμμές από κόκκινο μελάνι. Γι’ αυτό το τρυφερό στήθος του λατρευτού μας Γκοπινάτα έφερε αυτές τις τρεις χαραγματιές. Είναι υπέρτατα ευσπλαχνικός. Μπήκε σε τόσο κόπο για να αποδείξει την εγκυρότητα των λόγων Του και για να αφαιρέσει τις αμφιβολίες ενός άθεου όπως εγώ.» Ο λαιμός του πνίγηκε και ήταν ανίκανος να μιλήσει. Κυριευμένος από αγάπη, φώναξε, «Γκοπινάτα! Γκοπινάτα!» και έπεσε λιπόθυμος στο πάτωμα.
Καθισμένη μπροστά στον Γκοπινάτα, τα μάτια της γυναίκας του, που είχε μείνει άφωνη, γέμισαν με δάκρυα. Μετά από λίγη ώρα ο μπράμανα βρήκε πάλι τις αισθήσεις του και, αφού έκανε μπάνιο, τέλεσε τα καθημερινά του καθήκοντα. Πρόσφερε τα φαγητά που είχε προετοιμάσει η γυναίκα του στον Σρι Γκοπινάτα, και με μεγάλη αγάπη, έφαγαν και οι δύο τα υπολείμματα. Συνέχισε να γράφει καθημερινά τον σχολιασμό της Μπαγκαβάντ-γκίτα και η ζωή του γέμισε με πρέμα, αγνή αγάπη για τον Θεό.
Σημείωση: Ο μπράμανα Αρτζούνα Μίσρα ήταν ένας λόγιος της Σανσκριτικής γραμματείας και σχολιαστής της Μαχαμπάρατα (μέρος της οποίας είναι η Μπαγκαβάντ-γκίτα) του δέκατου πέμπτου αιώνα από τη Βεγγάλη της Ινδίας. Κάποια χειρόγραφα του έργου του διασώθηκαν. Το αρχαιότερο αντίγραφο του σχολιασμού του χρονολογείται το 1534. Την ιστορία αυτή αφηγείται ο Σρίλα Ναράγιανα Μαχαράζα στο δικό του σχόλιο της Μπαγκαβάντ-γκίτα.
Ελεύθερη απόδοση: Γ. Δ. Κωνσταντόπουλος
Πρόσφατα σχόλια