Ο πονοκέφαλος του Κρίσνα
Κάποτε ο σοφός Νάραντα πήγε στην Ντβάρακα για να δει τον Κρίσνα. Εκεί βρήκε τον Κρίσνα να υποφέρει από έντονο πονοκέφαλο. Ο Σρι Κρίσνα είπε στον Ναράντα, «Ντεβάρσι! Σήμερα υποφέρω από έναν δυνατό πονοκέφαλο. Αν δεν πάρω το κατάλληλο φάρμακο πριν το ηλιοβασίλεμα, η ζωή μου θα κινδυνεύσει.» Ο ντεβάρσι ανησύχησε και ρώτησε τον Κρίσνα, «Κύριέ μου! Πες μου, σε παρακαλώ τι είδους φάρμακο χρειάζεσαι για να γίνεις καλά.» Ο Κρίσνα είπε, «Χρειάζομαι τη σκόνη από τα πόδια των αφοσιωμένων υπηρετών Μου. Αν βάλω αυτή τη σκόνη στο κεφάλι μου, θα θεραπευτώ.» Ο Ναράντα είπε, «Δεν υπάρχει καμία δυσκολία. Έχεις άπειρους αφοσιωμένους υπηρέτες σε όλα τα σύμπαντα.»
Σίγουρος για την ευκολία της αποστολής του, ο Νάραντα πήγε κατευθείαν στη Βασίλισσα του Κρίσνα, τη Ρούκμινι, και την ενημέρωσε για το αίτημα του Κρίσνα. Η Ρούκμινι απάντησε, «Ω ντεβάρσι! Με ανησυχεί πολύ ότι ο σύζυγός μου υποφέρει από σοβαρό πονοκέφαλο. Αλλά πώς μπορώ να δώσω τη σκόνη των ποδιών μου για να την βάλει ο άντρας μου στο κεφάλι Του; Αυτό είναι αντίθετο με το ντάρμα, τη θρησκεία. Είναι ο κύριός μου. Θα υποφέρω στην κόλαση αν έστω και ένα σωματίδιο σκόνης από τα πόδια μου αγγίξει το κεφάλι του κυρίου μου.» Μετά τη συνάντησή του με τη Ρουκμίνι, ο Νάραντα πήγε σε όλες τις άλλες Βασίλισσες, αλλά καμία τους δεν έδινε τη σκόνη των ποδιών της, για τον ίδιο λόγο.
Τότε ο Νάραντα Μούνι πήγε σε όλους τους άλλους υπηρέτες του Κρίσνα, όπως ο Σίβα και ο Μπράμα, αλλά κανείς δεν έδινε τη σκόνη των ποδιών του. Στο μεταξύ, ο πονοκέφαλος του Κρίσνα χειροτέρευε.
Απογοητευμένος ο Νάραντα, πήγε πίσω στον Κρίσνα. «Α! Τώρα υποφέρω πολύ», είπε ο Κρίσνα. «Μου έφερες τη σκόνη;» «Όχι Κύριέ μου», απάντησε ο Νάραντα. «Κανείς δεν δίνει τη σκόνη των ποδιών του. Όλοι φοβούνται πως αν το κάνουν αυτό θα πάνε στην κόλαση.» Ο Νάραντα είχε σχεδόν παραλύσει. Ο Κρίσνα του είπε, «Μήπως θέλεις να δοκιμάσεις να πας στη Βρινντάβανα;»
Μετά από όλα αυτά, ο Ναράντα αποφάσισε να πάει στη Βρινντάβανα. Έφτασε στη Βρινντάβανα και ρώτησε όλους τους κατοίκους, αλλά κανείς δεν ήθελε να δώσει τη σκόνη των ποδιών του. Όλοι φοβόντουσαν πως αν το έκαναν, θα πήγαιναν στην κόλαση. Επιτέλους ο Νάραντα είδε τη Ρανταράνι, που καθόταν μαζί με τις σάκι, τις φίλες Της, στην όχθη του Γιαμούνα. Πήγε αμέσως κοντά τους και ζήτησε τη σκόνη από τα πόδια τους. Η Ράντα είπε, «Ντεβάρσι Ναράντα! Δεν είμαστε σπουδαίοι αφοσιωμένοι υπηρέτες του Κρίσνα. Αν όμως Αυτός, από το έλεός Του, μας θεωρεί αφοσιωμένους υπηρέτες Του, τότε είμαστε αμέσως έτοιμες να δώσουμε τη σκόνη των ποδιών μας». Αμέσως η Ρανταράνι μάζεψε τη σκόνη των ποδιών Της και την έδωσε στον Νάραντα. Τότε όλες οι γκόπι έκαναν το ίδιο και του έδωσαν τη σκόνη των ποδιών τους.
Ο Νάραντα σκέφτηκε μέσα του ότι, σίγουρα, αυτά τα απλά κορίτσια, αυτές οι βοσκοπούλες, δεν γνώριζαν τις συνέπειες που θα είχαν όταν ο Κρίσνα αλείψει με τη σκόνη των ποδιών τους το κεφάλι Του. Ρώτησε, λοιπόν, τις γκόπι αν γνώριζαν τις συνέπειες που θα είχαν αν έδιναν τη σκόνη των ποδιών τους στον Κρίσνα. Με μια φωνή οι γκόπι απάντησαν, «Ναι, το ξέρουμε. Αλλά αν δίνοντας τη σκόνη των ποδιών μας ανακουφιστεί έστω και λίγο ο Κύριός μας, τότε ευχαρίστως να κάνουμε αυτή την ειδική συμφωνία με τον Γιαμαράζα, τον κύριο του θανάτου, και να πάμε στη Γιαμαλόκα, όπου θα υποφέρουμε αιώνια. Σε αντάλλαγμα, θέλουμε απλά να δούμε ότι ο πολυαγαπημένος μας, που είναι η αναπνοή και η ζωή μας, ανακουφίζεται από τον πονοκέφαλο. Η ευτυχία του είναι η ζωή μας. Δεν γνωρίζουμε καμία άλλη ευχαρίστηση εκτός από την ευχαρίστηση του Σρι Κρίσνα. Τι σημασία έχει αν πρέπει να πάμε στην κόλαση;»
Ο Ναράντα, πλέοντας σε πελάγη έκστασης, έφυγε για την Ντβάρακα. Όταν έφτασε εκεί, ο Κρίσνα χαμογέλασε και του είπε, «Ναράντα! Έφερες τη σκόνη από τα πόδια των γκόπι; Τώρα η αρρώστια Μου θεραπεύτηκε. Δες! Θεωρείς τον εαυτό σου σπουδαίο υπηρέτη Μου, αλλά γιατί δεν Μου έδωσες την σκόνη των ποδιών σου από την αρχή; Ωστόσο, αυτό σου έμαθε ένα πράγμα: τώρα γνωρίζεις ότι αυτές οι γκόπι της Βρινντάβανα είναι οι καλύτεροι αφοσιωμένοι υπηρέτες Μου. Μόλις τώρα Μου έδωσαν τη ζωή τους.»
Διασκευή: Γ. Δ. Κωνσταντόπουλος
Πρόσφατα σχόλια