Ο Νάραντα και ο κυνηγός
Ήταν κάποτε ένας κυνηγός στο δάσος του Πραγιάγκ, που ήταν αρκετά τυχερός για να συναντήσει τον σοφό Νάραντα καθώς αυτός επέστρεφε από τη Βαϊκούντα, αφού είχε επισκεφθεί τον Κύριο Ναράγιανα. Ο Νάραντα ήλθε στο Πραγιάγκ για να λουστεί στη συμβολή του Γάγγη με τον Γιαμούνα. Ενώ περνούσε μέσα από το δάσος, είδε ένα πουλί πεσμένο στο έδαφος, μισοσκοτωμένο και τρυπημένο από ένα βέλος να τιτιβίζει αξιολύπητα. Λίγο πιο κάτω είδε ένα ελάφι σωριασμένο στο έδαφος να σφαδάζει. Σε ένα άλλο σημείο είδε ένα αγριογούρουνο να υποφέρει και κάπου αλλού είδε ένα κουνέλι να σπαρταράει με αγωνία. Όλο αυτό το θέαμα τον έκανε να νιώσει μεγάλο πόνο και άρχισε να σκέφτεται, «Ποιος είναι ο ανόητος που έχει διαπράξει τόσο φρικτές αμαρτωλές πράξεις;» Ο αφοσιωμένος υπηρέτης του Κυρίου είναι συνήθως συμπονετικός με τις δυστυχίες των ζωντανών όντων, οπότε μπορούμε να καταλάβουμε πόσο συμπονετικός είναι ο μέγας Νάραντα. Ήταν πολύ θλιμμένος με αυτό το θέαμα και αφού προχώρησε λίγα βήματα είδε τον κυνηγό να κυνηγά με το τόξο και τα βέλη του. Το δέρμα του κυνηγού ήταν πολύ μαύρο, τα μάτια του κατακόκκινα και ήταν επικίνδυνο ακόμα και να τον βλέπεις να στέκεται εκεί με το τόξο και τα βέλη του, σαν σύντροφος του Γιαμαράζα, του Θανάτου. Βλέποντάς τον σε εκείνη τη στάση, ο σοφός Νάραντα μπήκε πιο βαθιά μέσα στο δάσος και τον πλησίασε. Και ενώ ο Νάραντα περνούσε μέσα από το δάσος, όλα τα ζώα που είχαν πιαστεί στις παγίδες του κυνηγού έτρεξαν μακριά. Ο κυνηγός θύμωσε πάρα πολύ γι’ αυτό και ήταν έτοιμος να πει στον Νάραντα χυδαία πράγματα, αλλά με την επίδραση του Νάραντα, που ήταν τόσο άγιο πρόσωπο, ο κυνηγός δεν μπόρεσε να αρθρώσει αυτά τα λόγια.
Αντίθετα, με ευγενική συμπεριφορά, ρώτησε τον Νάραντα: «Αγαπητέ μου κύριε, γιατί ήλθες μπροστά μου ενώ κυνηγούσα; Έχεις χάσει τον δρόμο σου; Επειδή ήλθες εδώ, όλα τα ζωά που είχαν πιαστεί στις παγίδες μου έφυγαν μακριά.»
Ο Νάραντα αποκρίθηκε: «Ναι, λυπάμαι. Ήλθα σε σένα για να βρω τον δρόμο μου, να σε ρωτήσω. Αλλά είδα ότι υπάρχουν πολλά αγριογούρουνα και ελάφια και κουνέλια στον δρόμο, και είναι ξαπλωμένα στο έδαφος σπαρταρώντας ετοιμοθάνατα, μισοπεθαμένα. Ποιος έκανε αυτές τις αμαρτίες;»
Ο κυνηγός απάντησε, «Ό,τι είδες είναι εντάξει. Εγώ το έκανα.»
Τότε ο Νάραντα είπε, «Αν κυνηγάς όλα αυτά τα φτωχά ζώα, γιατί δεν τα σκοτώνεις αμέσως; Τα μισοσκοτώνεις, και σπαρταράνε μισοπεθαμένα. Αυτό είναι μεγάλη αμαρτία. Αν θέλεις να σκοτώσεις κάποιο ζώο, γιατί δεν το σκοτώνεις εντελώς; Γιατί το αφήνεις μισοσκοτωμένο, να πεθάνει σπαρταρώντας;»
Ο κυνηγός απάντησε, «Εντάξει κύριε, θα σου δώσω ό,τι θέλεις. Αν θέλεις δέρματα ζώων, έλα στο σπίτι μου. Έχω τόσο πολλά δέρματα ζώων, τίγρεις και ελάφια. Ό,τι θέλεις θα σου το δώσω.»
Ο Νάραντα απάντησε, «Δεν θέλω τέτοια πράγματα. Θέλω όμως κάτι άλλο. Αν έχεις την καλοσύνη να μου το δώσεις, τότε θα σου πω. Σε παρακαλώ, από αύριο, κάθε φορά που σκοτώνεις ένα ζώο, σκότωσέ το εντελώς και μην το αφήνεις μισοπεθαμένο.»
Ο κυνηγός απάντησε, «Α, αγαπητέ μου κύριε, τι μου ζητάς; Γιατί μου το ζητάς αυτό; Ποια η διαφορά μεταξύ σκοτωμένου και μισοσκοτωμένου;»
Ο Νάραντα απάντησε, «Αν μισοσκοτώνεις τα ζώα, τότε υποφέρουν πάρα πολύ, και αν δίνεις τόσο πολύ πόνο σε άλλα ζωντανά όντα είναι μεγάλη αμαρτία. Όταν σκοτώνεις ένα ζώο εντελώς, είναι μεγάλο αδίκημα, αλλά όχι τόσο μεγάλο όσο όταν το μισοσκοτώνεις. Με άλλα λόγια, τον πόνο που δίνεις σε μισοσκοτωμένα ζώα θα πρέπει να τον δεχθείς σε κάποια μελλοντική γέννηση που σε περιμένει.»
Παρόλο που ο κυνηγός ήταν πολύ αμαρτωλός, στη συντροφιά ενός μεγάλου αφοσιωμένου υπηρέτη όπως ο Νάραντα, ο νους του μαλάκωσε και φοβήθηκε για τις αμαρτίες του. Όσοι είναι τόσο αηδιαστικά αμαρτωλοί δεν φοβούνται καθόλου να κάνουν αμαρτίες. Αλλά εδώ βλέπουμε ότι επειδή ο εξαγνισμός του άρχισε από την επαφή του με έναν μεγάλο αφοσιωμένο υπηρέτη όπως ο Νάραντα, ο κυνηγός φοβήθηκε για τις αμαρτίες του.
Γι’ αυτό ο κυνηγός είπε, «Αγαπητέ μου κύριε, έχω μάθει να σκοτώνω ζώα με αυτόν τον τρόπο από την παιδική μου ηλικία. Μπορείς, λοιπόν, να μου πεις πώς μπορώ να απαλλαγώ από όλα τα αδικήματα και όλες τις αμαρτίες που έχω διαπράξει; Εγκαταλείπομαι στα πόδια σου. Σε παρακαλώ, σώσε με από όλες τις αντιδράσεις των περασμένων αμαρτιών μου και οδήγησέ με στον σωστό δρόμο, έτσι ώστε να μπορώ να είμαι ελεύθερος.»
Ο Νάραντα αποκρίθηκε, «Αν θέλεις πραγματικά να ακουθήσεις τη συμβουλή μου, τότε μπορώ να σου δείξω τον αληθινό δρόμο της απελευθέρωσης από τις αντιδράσεις σε αυτές τις αμαρτίες.»
Ο κυνηγός συμφώνησε και είπε στον Νάραντα, «‘Ό,τι μου πεις, θα το ακολουθήσω χωρίς δισταγμό.»
Τότε ο Νάραντα του ζήτησε να σπάσει το τόξο του και μετά θα του αποκάλυπτε τον δρόμο της απελευθέρωσης.
Ο κυνηγός απαντησε, «Μου ζητάς να σπάσω το τόξο μου, αλλά τότε πώς θα εξασφαλίζω τα προς το ζην;»
Ο Νάραντα απάντησε, « Μη στενοχωριέσαι για την επιβίωσή σου· θα σου στέλνω εγώ αρκετά δημητριακά για να μπορείς να ζεις.»
Τότε ο κυνηγός έσπασε το τόξο του και και έπεσε στα πόδια του Νάραντα. Ο Νάραντα του ειπε να σηκωθεί και τον συμβούλεψε: «Πήγαινε στο σπίτι σου και ό,τι χρήματα και τιμαλφή έχεις, μοίρασέ τα στους αφοσιωμένους υπηρέτες και τους μπράμανα, και έλα μαζί μου φορώντας μόνο ένα κομμάτι ύφασμα. Φτιάξε ένα μικρό σπίτι από άχυρα στην όχθη του ποταμού και φύτεψε δίπλα στο σπίτι σου το φυτό τουλάσι. Κάθε μέρα να γεύεσαι ένα πεσμένο φύλλο και να ψέλνεις πάντοτε Χάρε Κρίσνα, Χάρε Κρίσνα, Κρίσνα Κρίσνα, Χάρε Χάρε / Χάρε Ράμα, Χάρε Ράμα, Ράμα Ράμα, Χάρε Χάρε. Όσο για τις ανάγκες σου, θα σου στέλνω τα απαραίτητα δημητριακά. Αλλά θα δέχεσαι μόνο όσα χρειάζεσαι για τον εαυτό σου και τη γυναίκα σου.»
Ύστερα ο Νάραντα ελευθέρωσε τα μισοπεθαμένα ζώα και αφού ελευθερώθηκαν από αυτή τη φρικτή κατάσταση, έφυγαν τρέχοντας μακριά. Βλέποντας το θαύμα που έκανε ο Νάραντα, ο μαύρος κυνηγός έμεινε κατάπληκτος και αφού τον πήρε στο σπίτι του, υποκλίθηκε ξανά μπροστά στα πόδια του.
Ο Νάραντα επέστρεψε στο σπίτι του και ο κυνηγός, αφού γύρισε στο δικό του, άρχισε να εκτελεί τις οδηγίες που του είχε δώσει ο Νάραντα. Στο μεταξύ, τα νέα διαδόθηκαν σε όλα τα χωριά της περιοχής ότι ο κυνηγός είχε γίνει αφοσιωμένος υπηρέτης και γι’ αυτό οι χωρικοί ήλθαν να δουν τον καινούργιο Βαϊσνάβα. Είναι έθιμο σε όσους ακολουθούν τον βεδικό τρόπο ζωής να φέρνουν δημητριακά ή φρούτα όποτε πηγαίνουν να δουν κάποιο άγιο πρόσωπο. Όλοι οι χωρικοί είδαν ότι ο κυνηγός είχε γίνει τώρα μέγας αφοσιωμένος υπηρέτης και άρχισαν να φέρνουν φαγώσιμα. Κάθε μέρα, λοιπόν, του πρόσφεραν τόσο πολλά σιτηρά και καρπούς που μπορούσαν να φάνε τουλάχιστον είκοσι άτομα. Αλλά, σύμφωνα με την οδηγία του Νάραντα, δεν δεχόταν τίποτε περισσότερο απ’ όσο χρειαζόταν για να ζήσει αυτός και η γυναίκα του.
Αφού είχαν περάσει μερικές μέρες, ο Νάραντα είπε στον φίλο του, τον σοφό Παρβάτα, «Έχω έναν μαθητή. Πάμε να τον δούμε και να μάθουμε πώς τα πάει;»
Όταν οι δύο μεγάλοι σοφοί, ο Νάραντα και ο Παρβάτα, πήγαν στο σπίτι του κυνηγού και ο κυνηγός είδε από απόσταση τον Πνευματικό του Δάσκαλο να έρχεται, άρχισε να πηγαίνει προς το μέρος του με μεγάλο σεβασμό. Αλλά καθώς προχωρούσε για να υποδεχθεί τους μεγάλους σοφούς, είδε ότι υπήρχαν στο έδαφος μυρμήγκια, εμποδίζοντας το πέρασμά του. Όταν έφτασε στους σοφούς, ήθελε να υποκλιθεί μπροστά τους, αλλά είδε ότι υπήρχαν πολλά μυρμήγκια στο χώμα και άρχισε σιγά-σιγά να καθαρίζει το έδαφος με το ύφασμα που φορούσε. Όταν ο Νάραντα είδε ότι ο κυνηγός προσπαθούσε να σώσει τις ζωές των μυρμηγκιών με αυτόν τον τρόπο, του θύμισε μία στροφή από τη Σκάνντα Πουράνα. Αυτή η στροφή λέει: «Δεν είναι υπέροχο που ο αφοσιωμένος υπηρέτης του Κυρίου δεν θέλει να προκαλέσει πόνο ούτε σε ένα μυρμήγκι;»
Το ζήτημα είναι ότι προηγουμένως ο κυνηγός έβρισκε ευχαρίστηση να μισοσκοτώνει ζώα, αλλά τώρα που είχε γίνει σπουδαίος αφοσιωμένος υπηρέτης του Κυρίου, δεν μπορούσε να προκαλέσει πόνο ούτε σε ένα μυρμήγκι.
Ο κυνηγός δέχθηκε τους δύο μεγάλους σοφούς στο σπίτι του, τους πρόσφερε ένα κάθισμα, έφερε νερό και έπλυνε τα πόδια τους, τους έφερε νερό να πιουν, και μαζί με τη γυναίκα του άγγιξαν το κεφάλι τους με το νερό με το οποίο είχε πλύνει τα πόδια τους. Μετά από αυτό άρχισαν να αισθάνονται έκσταση, να χορεύουν και να τραγουδούν Χάρε Κρίσνα, Χάρε Κρίσνα, Κρίσνα Κρίσνα, Χάρε Χάρε / Χάρε Ράμα, Χάρε Ράμα, Ράμα Ράμα, Χάρε Χάρε, υψώνοντας τα χέρια τους και με το ύφασμα που φορούσαν να ανεμίζει.
Όταν οι δύο μεγάλοι σοφοί είδαν την έκσταση της αγάπης για τον Θεό στο σώμα του κυνηγού, ο Παρβάτα είπε στον Νάραντα: «Είσαι λυδία λίθος και έτσι με τη συναναστροφή σου ακόμα και ένας κυνηγός έχει γίνει σπουδαίος αφοσιωμένος υπηρέτης.»
Υπάρχει μία όμορφη στροφή στη Σκάνντα Πουράνα που λέει: «Αγαπητέ μου μεγάλε σοφέ Νάραντα, είσαι δοξασμένος, και με το έλεός σου ακόμα και το χειρότερο πλάσμα, όπως ένας κυνηγός, υψώθηκε και αυτός στο στάδιο της αφοσίωσης και έφτασε στην υπερβατική ολοκληρωτική προσήλωση στον Κρίσνα.»
Τότε ο Νάραντα ρώτησε τον κυνηγό-αφοσιωμένο υπηρέτη: «Παίρνεις τα τρόφιμά σου τακτικά;»
Ο κυνηγός απάντησε: «Στέλνεις τόσο πολλούς ανθρώπους και φέρνουν τόσο πολλά φαγώσιμα, που δεν μπορούμε να φάμε τόσο πολύ.»
Ο Νάραντα απάντησε: «Εντάξει. Μη σε νοιάζει. Ό,τι σου φέρνουν είναι εντάξει. Συνέχισε την υπηρεσία σου με αυτόν τον τρόπο.» Αφού είπε αυτά τα λόγια, ο Νάραντα και ο Παρβάτα εξαφανίσθηκαν από εκείνο το μέρος.
Ο Κύριος Τσετάνια αφηγήθηκε αυτή την ιστορία με τον κυνηγό για να δείξει ότι ακόμα και ένας κυνηγός μπορεί να απασχοληθεί στην υπηρεσία αφοσίωσης του Κρίσνα υπό την επίδραση αγνών αφοσιωμένων υπηρετών.
Σημείωση: Η ιστορία αυτή αναφέρεται στην Τσετάνια-τσαριτάμριτα, Μάντια-λίλα, κεφάλαιο είκοσι τέσσερα, εδάφια 223-276. Την αφηγείται ο Σρίλα Μπακτιβεντάντα Σουάμι Πραμπουπάντα στο έργο του «Η διδασκαλία του Κυρίου Τσετάνια». Αναφέρεται για πρώτη φορά στη Σκάνντα Πουράνα.
Μετάφραση: Γ. Δ. Κωνσταντόπουλος
Πρόσφατα σχόλια