Ο Κύριος Μπαλαράμα επισκέπτεται τη Βρινντάβανα
(Με την ευκαιρία της εμφάνισης του Κυρίου Μπαλαράμα, που γιορτάζεται σήμερα, στις 15 Αυγούστου, δημοσιεύουμε το 64ο κεφάλαιο του βιβλίου «Κρίσνα, το Υπέρτατο Πρόσωπο της Θεότητας».)
Ο Κύριος Μπαλαράμα ανυπομονούσε πολύ να δει τον πατέρα Του και τη μητέρα Του, τον Μαχαράζα Νάνντα και τη Γιασόντα. Ξεκίνησε, λοιπόν, για τη Βρινντάβανα πάνω σε ένα άρμα με μεγάλο ενθουσιασμό. Οι κάτοικοι της Βρινντάβανα ανυπομονούσαν πολύ καιρό να δουν τον Κρίσνα και τον Μπαλαράμα. Όταν ο Κύριος Μπαλαράμα επέστρεψε στη Βρινντάβανα, όλα τα βοσκόπουλα και οι γκόπι είχαν μεγαλώσει· αλλά παρ’ όλα αυτά, όταν έφτασε εκεί, όλοι Τον αγκάλιασαν και ο Μπαλαράμα, ανταποδίδοντας, τους αγκάλιασε και Αυτός. Μετά από αυτό, ήλθε μπροστά στον Μαχαράζα Νάνντα και τη Γιασόντα και τους πρόσφερε με σεβασμό την υποταγή Του. Ανταποκρινόμενοι, η μητέρα Γιασόντα και ο Μαχαράζα Νάνντα Του πρόσφεραν τις ευλογίες τους. Τον αποκάλεσαν Τζαγκαντίσβαρα, δηλαδή Κύριο του σύμπαντος ο οποίος συντηρεί τους πάντες. Ο λόγος γι’ αυτό ήταν ότι ο Κρίσνα και ο Μπαλαράμα συντηρούν όλα τα ζωντανά όντα, αλλά παρ’ όλα αυτά, ο Νάνντα και η Γιασόντα αντιμετώπισαν τόσες δυσκολίες λόγω της απουσίας Τους. Με αυτά τα αισθήματα, αγκάλιασαν τον Μπαλαράμα και, έχοντάς Τον στην αγκαλιά τους, άρχισαν να κλαίνε ασταμάτητα, βρέχοντας τον Μπαλαράμα με τα δάκρυά τους. Τότε ο Κύριος Μπαλαράμα πρόσφερε με σεβασμό την υποταγή Του στους ηλικιωμένους βοσκούς και δέχτηκε την υποταγή των νεότερων βοσκών. Έτσι, ανάλογα με τις διαφορετικές ηλικίες και τις διαφορετικές σχέσεις, ο Κύριος Μπαλαράμα αντάλλαξε αισθήματα φιλίας μαζί τους. Έσφιξε τα χέρια όσων είχαν την ίδια ηλικία με Αυτόν και ήταν φίλοι Του, και με δυνατά γέλια τους αγκάλιασε όλους.
Αφού Τον υποδέχθηκαν οι βοσκοί και τα βοσκόπουλα, οι γκόπι και ο Βασιλιάς Νάνντα με τη Γιασόντα, ο Κύριος Μπαλαράμα κάθισε κάτω ικανοποιημένος και περιστοιχισμένος απο όλους. Πρώτα απ’ όλα, ο Κύριος Μπαλαράμα τους ρώτησε αν ήταν καλά, και ύστερα, επειδή δεν Τον είχαν δει για τόσο πολύ καιρό, άρχισαν να Του κάνουν διάφορες ερωτήσεις. Οι κάτοικοι της Βρινντάβανα είχαν θυσιάσει τα πάντα για τον Κρίσνα, αιχμαλωτισμένοι από τα λωτοειδή μάτια του Κυρίου. Εξαιτίας της μεγάλης επιθυμίας τους να αγαπούν τον Κρίσνα, δεν επιθύμησαν ποτέ τίποτε όπως προαγωγή στους ουράνιους πλανήτες ή συγχώνευση μέσα στη λάμψη του Μπραμάν για να γίνουν ένα με την Απόλυτη Αλήθεια. Δεν τους ενδιέφερε καν να απολαύσουν μια ζωή με πλούτη και ήταν ικανοποιημένοι με την απλή ζωή του χωριού ως βοσκοί. Ήταν πάντοτε απορροφημένοι στη σκέψη του Κρίσνα και δεν επιθυμούσαν κανένα προσωπικό όφελος. Τον αγαπούσαν όλοι τους τόσο πολύ, ώστε κατά την απουσία Του, η φωνή τους κόμπιαζε όταν άρχισαν να ρωτούν γι’ Αυτόν τον Μπαλαράμα.
Πρώτα ρώτησαν ο Μαχαράζα Νάνντα και η Γιασόντα, «Αγαπημένε μας Μπαλαράμα, οι φίλοι μας, όπως ο Βασουντέβα και άλλοι στην οικογένεια, είναι καλά; Τώρα Εσύ και ο Κρίσνα έχετε μεγαλώσει, είστε παντρεμένοι και έχετε παιδιά. Μέσα στην οικογενειακή σας ευτυχία, θυμόσαστε πότε-πότε τον φτωχό πατέρα Σας και τη μητέρα Σας, τον Μαχαράζα Νάνντα και τη Γιασόντα; Είναι πολύ καλά νέα ότι ο μεγαλύτερος αμαρτωλός, ο Βασιλιάς Κάμσα, έχει σκοτωθεί από Εσάς και ότι οι φίλοι μας, όπως ο Βασουντέβα και οι υπόλοιποι, που είχαν ταλαιπωρηθεί τόσο πολύ από αυτόν, έχουν ξελαφρώσει τώρα από αυτό το βάρος. Είναι επίσης πολύ καλά νέα ότι Εσύ και ο Κρίσνα νικήσατε τον Τζαράσανντα και τον Καλαγιάβανα, που είναι τώρα νεκρός, και ότι τώρα ζείτε σε ένα οχυρωμένο μέρος, την Ντβάρακα».
Όταν έφτασαν οι γκόπι, ο Κύριος Μπαλαράμα τις κοίταξε με μάτια γεμάτα αγάπη. Καταχαρούμενες, οι γκόπι, που ήταν τόσο πολύ καιρό πληγωμένες εξαιτίας της απουσίας του Κρίσνα και του Μπαλαράμα, άρχισαν να ρωτούν αν οι δύο αδελφοί ήταν καλά. Ρώτησαν συγεκριμένα τον Μπαλαράμα αν ο Κρίσνα απολάμβανε τη ζωή Του περιστοιχισμένος από τις καλλιεργημένες γυναίκες της Ντβάρακα. «Θυμάται μερικές φορές τον πατέρα Του, τον Νάνντα, τη μητέρα Του, τη Γιασόντα, και τους φίλους Του, με τους οποίους είχε τόσο στενή σχέση όσο ήταν στη Βρινντάβανα; Σχεδιάζει μήπως να έλθει εδώ να δει τη μητέρα Του, τη Γιασόντα; Θυμάται καθόλου τις γκόπι, που είναι τώρα αξιοθρήνητες επειδή τους λείπει η συντροφιά Του; Ο Κρίσνα μπορεί να μας έχει ξεχάσει ανάμεσα στις μορφωμένες γυναίκες της Ντβάρακα, εμείς όμως Τον θυμόμαστε ακόμα, μαζεύοντας λουλούδια και κεντώντας με αυτά γιρλάντες. Ωστόσο, όταν βλέπουμε ότι δεν έρχεται, περνάμε την ώρα μας κλαίγοντας. Ας ερχόταν μόνο να δεχθεί τις γιρλάντες που Του έχουμε φτιάξει. Αγαπημένε Κύριε Μπαλαράμα, απόγονε του Ντασάρχα, γνωρίζεις ότι θα αφήναμε τα πάντα για τη φιλία του Κρίσνα. Ακόμα και σε μεγάλη δυστυχία, δεν μπορεί να αφήσει κάποιος τους δεσμούς με τα μέλη της οικογένειας, αλλά παρόλο που μπορεί να είναι αδύνατο για άλλους, εμείς αφήσαμε τους πατέρες μας, τις μητέρες μας, τις αδελφές και όλους τους συγγενείς χωρίς να νοιαζόμαστε καθόλου γι’ αυτή την απάρνησή μας. Και τότε, εντελώς ξαφνικά, ο Κρίσνα μας απαρνήθηκε και έφυγε μακριά. Διέκοψε τη στενή σχέση μας χωρίς να το σκεφτεί σοβαρά και έφυγε για μια ξένη χώρα. Ήταν όμως τόσο έξυπνος και πανούργος, που κατασκεύασε πολύ ωραίες λέξεις. Είπε, «Αγαπημένες Μου γκόπι, μη στενοχωριέστε, σας παρακαλώ. Μου είναι αδύνατο να ξεπληρώσω την υπηρεσία που Μου έχετε προσφέρει! Στο κάτω-κάτω, είμαστε γυναίκες, οπότε πώς θα μπορούσαμε να μην Τον πιστέψουμε; Τώρα μπορούμε να καταλάβουμε ότι τα γλυκά Του λόγια ήταν απλώς για να μας ξεγελάσει».
Μία άλλη γκόπι, διαμαρτυρόμενη για την απουσία του Κρίσνα από τη Βρινντάβανα, είπε: «Αγαπημένε μου Μπαλαράμα, είμαστε βέβαια χωριατοπούλες και γι’ αυτό ο Κρίσνα μπόρεσε να μας εξαπατήσει με αυτόν τον τρόπο, αλλά τι γίνεται με τις γυναίκες της Ντβάρακα; Μη νομίσεις ότι είναι τόσο ανόητες όσο εμείς. Εμείς οι γυναίκες του χωριού μπορούμε να εξαπατηθούμε από τον Κρίσνα, αλλά οι γυναίκες της πόλης, οι γυναίκες της Ντβάρακα, είναι πολύ έξυπνες και νοήμονες. Γι’ αυτό θα μου προξενούσε έκπληξη αν οι γυναίκες της πόλης μπορούν να παρασυρθούν από τον Κρίσνα και να πιστέψουν τα λόγια Του».
Έπειτα μία άλλη γκόπι είπε, «Αγαπημένε μου φίλε, ο Κρίσνα είναι πολύ έξυπνος στη χρήση των λέξεων. Κανείς δεν μπορεί να τον συναγωνιστεί σε αυτή την τέχνη. Μπορεί να κατασκευάσει τόσο εκφραστικές λέξεις και να μιλήσει τόσο γλυκά, που η καρδιά οποιασδήποτε γυναίκας θα παρασυρθεί. Εκτός αυτού, έχει τελειοποιήσει την τέχνη να χαμογελά πολύ ελκυστικά, έτσι ώστε βλέποντας το χαμόγελό Του οι γυναίκες ξετρελαίνονται μαζί Του και Του δίνονται χωρίς κανέναν δισταγμό».
Μία άλλη γκόπι, αφού τα άκουσε όλα αυτά, είπε, «Αγαπημένες μου φίλες, τι νόημα εχει να μιλάμε για τον Κρίσνα; Αν ενδιαφέρεστε να περνάτε την ώρα σας κουβεντιάζοντας, ας κουβεντιάσουμε για άλλα θέματα, εκτός από Αυτόν. Αν ο σκληρόκαρδος Κρίσνα μπορεί να περνά τον χρόνο Του χωρίς εμάς, γιατί να μην μπορούμε κι εμείς να περνάμε τον χρόνο μας χωρίς τον Κρίσνα; Βέβαια, ο Κρίσνα περνά τις μέρες Του ευτυχισμένα χωρίς εμάς, αλλά η διαφορά είναι ότι εμείς δεν μπορούμε να περάσουμε τις μέρες μας ευτυχισμένα χωρίς Αυτόν».
Όταν οι γκόπι μιλούσαν με αυτόν τον τρόπο, τα αισθήματά τους για τον Κρίσνα γίνονταν όλο και πιο έντονα και αισθάνονταν το χαμόγελο του Κρίσνα, τα λόγια αγάπης του Κρίσνα τα ελκυστικά χαρακτηριστικά του Κρίσνα και τις αγκαλιές του Κρίσνα. Από τη δύναμη των αισθημάτων έκστασης, τους φάνηκε ότι ο Κρίσνα ήταν προσωπικά παρών και ότι χόρευε μπροστά τους. Λόγω της γλυκιάς θύμησης του Κρίσνα, δεν μπορούσαν να σταματήσουν τα δάκρυά τους και έκλαιγαν χωρίς περίσκεψη.
Φυσικά ο Κύριος Μπαλαράμα κατάλαβε τα εκστατικά αισθήματα των γκόπι και γι’αυτό ήθελε να τις ηρεμήσει. Ήταν πολύ έμπειρος στον τρόπο με τον οποίο ζητούσε κάτι και γι’ αυτό φέρθηκε στις γκόπι με μεγάλο σεβασμό. Άρχισε να αφηγείται τις ιστορίες του Κρίσνα με τέτοια διακριτικότητα, ώστε οι γκόπι ικανοποιήθηκαν. Προκειμένου να κρατήσει τις γκόπι στη Βρινντάβανα ικανοποιημένες, ο Κύριος Μπαλαράμα έμεινε εκεί επί δύο μήνες συνεχώς, και συγκεκριμένα, τους μήνες Τσάιτρα (Μάρτιος-Απρίλιος) και Βαϊσάκα (Απρίλιος-Μάιος). Εκείνους τους δύο μήνες έμεινε μαζί με τις γκόπι και πέρασε μαζί τους κάθε νύχτα στο δάσος της Βρινντάβανα, προκειμένου να ικανοποιήσει την επιθυμία τους για συζυγική αγάπη. Έτσι ο Μπαλαράμα απόλαυσε και Εκείνος τον χορό ρασα με τις γκόπι κατά τους δύο εκείνους μήνες. Αφού ήταν Άνοιξη, η αύρα στην όχθη του Γιαμούνα φυσούσε πολύ απαλά, μεταφέροντας το άρωμα διαφόρων λουλουδιών και ειδικά των κωμουντι. Το φως της σελήνης γέμιζε τον ουρανό και απλωνόταν παντού και έτσι οι όχθες του Γιαμούνα φαινόντουσαν πολύ φωτεινές και ευχάριστες· ο Κύριος Μπαλαράμα απόλαυσε εκεί τη συντροφιά των γκόπι.
Ο ημίθεος Βαρούνα έστειλε την κόρη του Βαρούνι με τη μορφή υγρού μελιού που έσταζε αργά από τα κοιλώματα των δέντρων. Εξαιτίας αυτού του μελιού, ολόκληρο το δάσος μοσχοβολούσε και το γλυκό άρωμα του υγρού μελιού, που ήταν η Βαρούνι, αιχμαλώτισε τον Μπαλαράμα. Η γεύση της Βαρούνι προσέλκυσε πολύ τον Μπαλαράμα και τις γκόπι και έπιναν αυτό το μέλι όλοι μαζί. Ενώ έπιναν αυτό το φυσικό ρόφημα, τη Βαρούνι, οι γκόπι έψελναν τις δόξες του Κυρίου Μπαλαράμα και Εκείνος ήταν πολύ ευτυχισμένος, λες και είχε μεθύσει πίνοντας εκείνο το ρόφημα, τη Βαρούνι. Τα μάτια Του στριφογύριζαν με ευχάριστη διάθεση. Ήταν στολισμένος με μακριές γιρλάντες από λουλούδια του δάσους, και η όλη κατάσταση έμοιαζε να είναι μια μεγάλη γιορτή ευτυχίας λόγω αυτής της υπερβατικής ευδαιμονίας. Ο Κύριος Μπαλαράμα χαμογελούσε με πανέμορφο τρόπο και οι σταγόνες του ιδρώτα που στόλιζαν το πρόσωπό Του έμοιαζαν με καταπραϋντική πρωινή δροσιά.
Όσο ο Μπαλαράμα ήταν σε εκείνη την ευχάριστη διάθεση, θέλησε να απολαύσει τη συντροφιά των γκόπι στα νερά του Γιαμούνα. Γι’ αυτό κάλεσε τον Γιαμούνα να έλθει κοντά. Αλλά ο Γιαμούνα αγνόησε την εντολή του Μπαλαράμα, θεωρώντας Τον μεθυσμένο. Ο Κύριος Μπαλαράμα δυσαρεστήθηκε πολύ που ο Γιαμούνα αγνόησε την εντολή Του. Θέλησε αμέσως να ξύσει τη γη κοντά στο ποτάμι με το υνί Του. Ο Κύριος Μπαλαράμα έχει δύο όπλα, ένα υνί και ένα ρόπαλο, και Τον υπηρετούν όταν χρειάζεται. Αυτή τη φορά ήθελε να μεταφέρει τον Γιαμούνα με τη βία και ζήτησε βοήθεια από το υνί Του. Ήθελε να τιμωρήσει τον Γιαμούνα, επειδή δεν ήλθε κοντά Του υπακούοντας στην εντολή Του. Είπε στον Γιαμούνα: «Α, εσύ, άθλιο ποτάμι! Δεν έδωσες σημασία στην εντολή Μου. Τώρα θα σου δώσω ένα μάθημα! Δεν ήλθες σ’ Εμένα με τη θέλησή σου, οπότε τώρα θα σε αναγκάσω να έλθεις με τη βοήθεια του υνίου Μου. Θα σε διαιρέσω σε εκατοντάδες σκόρπια ρέματα!».
Όταν ο Γιαμούνα απειλήθηκε με αυτόν τον τρόπο, φοβήθηκε πάρα πολύ τη δύναμη του Μπαλαράμα και ήλθε αμέσως αυτοπροσώπως, πέφτοντας στα λωτοειδή Του πόδια και προσευχόμενος ως εξης: «Αγαπημένε μου Μπαλαράμα, είσαι το δυνατότερο πρόσωπο και ευχάριστος σε όλους. Δυστυχώς, ξέχασα τη δοξασμένη, υψηλή θέση Σου, τώρα όμως έχω συνέλθει και θυμήθηκα ότι κρατάς όλα τα πλανητικά συστήματα στην κεφαλή Σου, μονάχα με τη μερική επέκτασή Σου Σέσα. Εσύ συντηρείς ολόκληρο το σύμπαν. Αγαπημένο μου Υπέρτατο Πρόσωπο της Θεότητας, είσαι πλήρης με έξι δυνάμεις. Επειδή λησμόνησα την παντοδυναμία Σου, έχω εσφαλμένα παραβεί την εντολή Σου και γι’ αυτό έχω γίνει μεγάλος υβριστής. Όμως, αγαπημένε μου Κύριε, να γνωρίζεις, Σε παρακαλώ, ότι είμαι ψυχή παραδομένη σ’ Εσένα. Είσαι πολύ στοργικός με τους αφοσιωμένους υπηρέτες Σου. Γι’ αυτό, Σε παρακαλώ, συγχώρεσε την αναίδεια και τα λάθη μου και, με το αναίτιο έλεός Σου, απάλλαξέ με».
Όταν έδειξε αυτή την υποτακτική συμπεριφορά, ο Κύριος συγχώρεσε τον Γιαμούνα και όταν ήλθε κοντά Του, ο Κύριος Μπαλαράμα θέλησε να έχει την ευχαρίστηση να κολυμπίσει στα νερά του μαζί με τις γκόπι, με τον ίδιο τρόπο που ένας ελέφαντας απολαμβάνει μαζί με τις πολλές ελεφαντίνες του. Μετά από πολλή ώρα, όταν ο Κύριος Μπαλαράμα είχε απολαύσει μέχρι πλήρους ικανοποίησης, βγήκε από το νερό και αμέσως μία θεά της τύχης Του πρόσφερε ωραία γαλάζια ρούχα και ένα πολύτιμο περιδέραιο φτιαγμένο από χρυσάφι. Αφού έκανε το μπάνιο Του στον Γιαμούνα, ο Κύριος Μπαλαράμα, ντυμένος με γαλάζια ρούχα και στολισμένος με χρυσά κοσμήματα, έμοιαζε σε όλους πολύ ελκυστικός. Το δέρμα του Κυρίου Μπαλαράμα ήταν λευκό και όταν ήταν ντυμένος κατάλληλα, έμοιαζε ακριβώς σαν τον λευκό ελέφαντα του Βασιλιά Ίνντρα στον ουράνιο πλανήτη. Ο ποταμός Γιαμούνα έχει ακόμα πολλούς μικρούς παραπόταμους επειδή τον έξυσε το υνί του Κυρίου Μπαλαράμα. Και όλοι αυτοί οι παραπόταμοι του ποταμού Γιαμούνα δοξάζουν ακόμα την παντοδυναμία του Κυρίου Μπαλαράμα.
Ο Κύριος Μπαλαράμα και οι γκόπι απόλαυσαν υπερβατικές διασκεδάσεις μαζί κάθε νύχτα επί δύο μήνες και ο χρόνος πέρασε τόσο γρήγορα που όλες εκείνες οι νύχτες έμοιαζαν να είναι μόνο μία νύχτα. Όσο ήταν εκεί ο Κύριος Μπαλαράμα, οι γκόπι και όλοι οι κάτοικοι της Βρινντάβανα ήταν τόσο χαρούμενοι όσο ήταν προηγουμένως, όταν ήταν εκεί και οι δύο αδελφοί, ο Κύριος Κρίσνα και ο Κύριος Μπαλαράμα.
Μετάφραση: Γ. Δ. Κωνσταντόπουλος
Πρόσφατα σχόλια