Μύηση στην πνευματική ζωή
Της Αυτού Θείας Χάρης Μπακτισιντάντα Σαρασβάτι Γκοσουάμι Πραμπουπάντα
Η τελετή της ντίκσα ή μύησης είναι εκείνη με την οποία ο πνευματικός δάσκαλος εισάγει κάποιον στο στάδιο του νεοφώτιστου στον δρόμο της πνευματικής προσπάθειας. Η τελετή τείνει να απονείμει πνευματική φώτιση αίροντας την αμαρτία. Τα πραγματικά της αποτελέσματα εξαρτώνται από τον βαθμό της πρόθυμης συνεργασίας από την πλευρά του μαθητή και δεν είναι, συνεπώς, τα ίδια σε όλες τις περιπτώσεις. Δεν αποκλείει την πιθανότητα επιστροφής του αρχάριου στο μη πνευματικό στάδιο, αν χαλαρώσει στην προσπάθειά του ή αν παρεκτραπεί. Η μύηση θέτει κάποιον στο αληθινό στίβο και του δίνει επίσης μία αρχική ώθηση για να προχωρήσει. Εντούτοις, δεν μπορεί να κάνει κάποιον να συνεχίσει για πάντα, αν δεν επιλέξει ο ίδιος να αναπτύξει τη δική του οικειοθελή προσπάθεια.
Η φύση της αρχικής ώθησης επίσης διαφέρει ανάλογα με την κατάσταση του παραλήπτη. Αλλά παρόλο που το έλεος του καλού δασκάλου μας επιτρέπει να δούμε φευγαλέα τον Απόλυτο και τον δρόμο προς Αυτόν, ο σπόρος που φυτέυτηκε με αυτόν τον τρόπο απαιτεί πολύ προσεκτική φροντίδα υπό την καθοδήγηση του δασκάλου, αν πρόκειται να βλαστήσει και να αναπτυχθεί σε δέντρο πού θα δίνει καρπούς και σκιά. Αν δεν επιλέξει η καρδιά μας με τη θέλησή της να υπηρετήσει τον Κρίσνα, αφού αποκτήσει μία λειτουργική ιδέα της αληθινής Του φύσης, δεν μπορεί να κρατήσει για πολύ την Πνευματική Όραση. Η ψυχή δεν αναγκάζεται ποτέ από τον Κρίσνα να Τον υπηρετήσει.
Αλλά η μύηση δεν είναι ποτέ εντελώς ανώφελη. Μεταβάλλει τη στάση του μαθητή για τη ζωή. Αν αμαρτήσει μετά τη μύηση, μπορεί να πέσει σε μεγαλύτερα βάθη εξαθλίωσης από τον μη μυημένο. Αλλά παρόλο που ακόμα και μετά τη μύηση μπορεί να συμβούν πρόσκαιρες οπισθοχωρήσεις, δεν αποτρέπουν συνήθως την τελική σωτηρία. Η πιο χλωμή λάμψη της αληθινής γνώσης του Απολύτου έχει αρκετή δύναμη να αλλάξει ριζικά και για πάντα ολόκληρη τη νοητική και φυσική σύσταση, και αυτή η λάμψη είναι αδύνατο να σβήσει, παρά μόνο σε εξαιρετικά ατυχείς περιπτώσεις.
Είναι χωρίς αμφιβολία εφαρμόσιμη για τον μυημένο, αν είναι πρόθυμος, να ακολουθήσει τις οδηγίες του δασκάλου που οδηγούν βαθμηδόν στον Απόλυτο. Ο καλός δάσκαλος είναι αληθινά ο σωτήρας των πεσμένων ψυχών. Είναι, ωστόσο, πολύ σπάνιο κάποιος με σύγχρονη παιδεία να νιώσει ενδιαφέρον να υποταχθεί στην καθοδήγηση κάποιου άλλου, ειδικά σε πνευματικά ζητήματα. Το ίδιο πρόσωπο, όμως, υποτάσσεται αρκετά πρόθυμα στην καθοδήγηση ενός γιατρού για να θεραπευθεί από σωματικές ασθένειες. Επειδή αυτές οι τελευταίες δεν μπορούν να αγνοηθούν χωρίς συνέπειες που είναι εξόφθαλμες σε όλους. Το κακό που προέρχεται από την παραμέληση των ασθενειών της ψυχής είναι άλλης φύσης, η οποία παραλύει και εξαπατά την κατανόησή μας και αποτρέπει την αναγνώρισή του. Η βαρύτητά του δεν αναγνωρίζεται, αφού δεν στέκεται εμπόδιο στις εγκόσμιες δραστηριότητές μας με την ίδια ευθύτητα όπως το άλλο. Συνεπώς, ο μέσος καλλιεργημένος άνθρωπος είναι ελεύθερος να κάνει ερωτήσεις χωρίς να συνειδητοποιεί κάποια πιεστική ανάγκη να υποταχθεί για τη θεραπεία των πνευματικών ασθενειών στα χέρια ενός πραγματικά ικανού γιατρού.
Οι ερωτήσεις που τίθενται συχνά έχουν ως εξής: «Γιατί είναι απαραίτητο να υποταχθώ σε κάποιο συγκεκριμένο πρόσωπο ή να προσυπογράψω κάποια συγκεκριμένη τελετή προκειμένου να συνειδητοποιήσω τον Απόλυτο, ο οποίος είναι από τη φύση Του άνευ όρων; Γιατί θα πρέπει ο Κρίσνα να αξιώνει την επίσημη δήλωση υποταγής μας σε Αυτόν; Δεν θα ήταν πιο γενναιόδωρο και λογικό να μας επιτρέπει να ζούμε μια ζωή ελευθερίας σύμφωνα με τις αρχές της διεστραμμένης φύσης μας, η οποία είναι επίσης δημιούργημά Του; Αποδεχόμενοι ότι είναι υποχρέωσή μας να υπηρετούμε τον Κρίσνα, γιατί θα πρέπει να μας παρουσιάσει σε Αυτόν κάποιος τρίτος; Γιατί είναι αδύνατο να υπηρετήσει κανείς τον Σρι Κρίσνα απευθείας; Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι θα ήταν πολύ βολικό και χρήσιμο να διδαχθεί κανείς από έναν καλό δάσκαλο, ειδήμονα στις Γραφές, προκειμένου να τις κατανοήσει το ίδιο καλά. Αλλά δεν θα πρέπει να υποταχθεί κανείς ποτέ σε κάποιον άλλον, σε βαθμό που μπορεί να δώσει σε έναν απατεώνα την ευκαιρία να κάνει κάνει πραγματική ζημιά. Ο κακός δάσκαλος είναι οικείος χαρακτήρας. Είναι ανεξήγητο πώς αυτοί οι γκούρου που ζουν αμαρτάνοντας φανερά βρίσκουν τον τρόπο παρ’ όλα αυτά να διατηρούν την απερίφραστη πίστη και υποταγή της καλλιεργημένης μερίδας των μαθητών τους.
Αφού έτσι έχουν τα πράγματα, μπορούμε να κατηγορήσουμε οποιονδήποτε διστάζει να υποταχθεί άνευ όρων σε έναν δάσκαλο, είτε είναι καλός είτε είναι κακός; Ασφαλώς είναι απαραίτητο να είμαστε απολύτως βέβαιοι για τη γνησιότητα κάποιου πριν τον δεχθούμε έστω και προσωρινά ως πνευματικό μας οδηγό. Ο δάσκαλος θα πρέπει να είναι κάποιος που είναι πιθανό να κατέχει εκείνες τις ιδιότητες που θα του επιτρέψουν να βελτιώσει την πνευματική μας κατάσταση.
Αυτές και παρόμοιες σκέψεις είναι πιθανό να κάνουν οι περισσότεροι άνθρωποι που έχουν αγγλική παιδεία, όταν τους ζητούν να δεχθούν τη βοήθεια κάποιου συγκεκριμένου προσώπου ως πνευματικού δασκάλου. Η λογοτεχνία, η επιστήμη και η τέχνη της Δύσης αντιπροσωπεύουν την αρχή της ελευθερίας του ατόμου και απορρίπτουν τη νοοτροπία που οδηγεί στην εκχώρηση σε κάποιο πρόσωπο, οσοδήποτε ανώτερο, το δικαίωμα της επιλογής της δικής του πορείας. Διδάσκουν την ανάγκη και υψηλή αξία της πίστης στον εαυτό μας.
Αλλά ο καλός δάσκαλος απαιτεί την ειλικρινή και πλήρη υποταγή μας. Ο καλός μαθητής εγκαταλείπεται πλήρως στα πόδια του δασκάλου. Όμως η υποταγή του μαθητή δεν είναι ούτε παράλογη ούτε τυφλή. Είναι πλήρης, υπό τον όρο ότι ο ίδιος ο δάσκαλος εξακολουθεί να είναι συνολικά καλός. Ο μαθητής διατηρεί το δικαίωμα να απαρνηθεί την πίστη του στον δάσκαλο τη στιγμή που πείθεται ότι ο δάσκαλος υπόκειται σε σφάλματα όπως ο ίδιος. Αλλά και ο καλός δάσκαλος δεν δέχεται οποιονδήποτε ως μαθητή του αν ο τελευταίος δεν είναι έτοιμος να υποταχθεί σε αυτόν πλήρως. Ο καλός δάσκαλος έχει ηθική υποχρέωση να απαρνηθεί έναν μαθητή που δεν είναι πραγματικά πρόθυμος να ακολουθήσει τις οδηγίες του πλήρως. Αν ο δάσκαλος δεχθεί ως μαθητή του κάποιον που αρνείται να καθοδηγηθεί πλήρως από αυτόν ή αν ένας μαθητής υποταχθεί σε έναν δάσκαλο που δεν είναι εξ ολοκλήρου καλός, ένας τέτοιος δάσκαλος και ένας τέτοιος μαθητής είναι, και οι δύο, καταδικασμένοι να πέσουν από την πνευματική κατάσταση.
Κανείς δεν είναι καλός δάσκαλος αν δεν έχει συνειδητοποιήσει τον Απόλυτο. Όποιος έχει συνειδητοποιήσει τον Απόλυτο έχει σωθεί από την ανάγκη να βαδίζει στον εγκόσμιο δρόμο. Ο καλός δάσκαλος που ζει πνευματική ζωή είναι, συνεπώς, υποχρεωμένος να είναι εξ ολοκλήρου καλός. Θα πρέπει να είναι εξ ολοκλήρου απαλλαγμένος από οποιαδήποτε επιθυμία για οτιδήποτε είναι αυτού του κόσμου, είτε καλό είτε κακό. Οι κτηγορίες του καλού και του κακού δεν υφίστανται στον Απόλυτο. Στον Απόλυτο όλα είναι καλά. Στο παρόν στάδιο δεν μπορούμε να έχουμε ούτε ιδέα για αυτή την απόλυτη αγαθότητα.
Η υποταγή στον Απόλυτο δεν είναι αληθινή αν δεν είναι και η ίδια απόλυτη. Είναι στο επίπεδο του Απολύτου εκεί όπου ζητείται από τον μαθητή να υποταχθεί πλήρως στον καλό δάσκαλο. Στο υλικό επίπεδο δεν μπορεί να υπάρξει πλήρης υποταγή. Η προσποίηση πλήρους υποταγής στον κακό δάσκαλο ευθύνεται για τις αλλοιώσεις που συναντάμε στη σχέση του συνηθισμένου γκούρου με εγκόσμια νοοτροπία και των εξίσου εγκόσμιων μαθητών.
Όλοι οι έντιμοι στοχαστές θα συνειδητοποιήσουν τη λογική ορθότητα της θέσης που αναπτύχθηκε πιο πάνω. Αλλά οι περισσότεροι θα είναι διατεθειμένοι να πιστέψουν ότι ένας καλός δάσκαλος με την έννοια που αναλύθηκε δεν μπορεί να βρεθεί σε αυτόν τον κόσμο. Και αυτό είναι αλήθεια. Και ο καλός δάσκαλος και ο μαθητής του ανήκουν στο πνευματικό βασίλειο. Παρ’ όλα αυτά, η πνευματική σχέση δασκάλου και μαθητή είναι δυνατό να συνειδητοποιηθεί από πρόσωπα που ανήκουν σε αυτόν τον κόσμο. Επειδή όμως η πνευματική ζωή τυχαίνει να μπορεί να συνειδητοποιηθεί σε αυτόν τον κόσμο, δεν συνεπάγεται ότι η εγκόσμια ύπαρξη μπορεί να βελτιωθεί κα να μετατραπεί σε πνευματική. Στην πραγματικότητα, η μία είναι τελείως ασύμβατη με την άλλη. Είναι κατηγορικά διαφορετικές η μία από την άλλη. Ο καλός δάσκαλος, μολονότι φαίνεται να ανήκει σε αυτόν τον κόσμο, δεν είναι αυτού του κόσμου. Κανένας ο οποίος ανήκει σε αυτόν τον κόσμο δεν μπορεί να μας σώσει από τα εγκόσμια. Ο καλός δάσκαλος είναι κάτοικος του πνευματικού κόσμου, στον οποίο έχει δοθεί η δύναμη με τη θέληση του Θεού να εμφανισθεί σε αυτόν τον κόσμο για να μας επιτρέψει να συνειδητοποιήσουμε την πνευματική ύπαρξη.
Η πολύ εκθειασμένη ατομική ελευθερία είναι αποκύημα άρρωστης φαντασίας. Είμαστε, εκουσίως ή ακουσίως, δέσμιοι και υποταγμένοι στους νόμους του Θεού στον υλικό αλλά και στον πνευματικό κόσμο. Η λαχτάρα για ελευθερία με περιφρόνηση των νόμων Του είναι η αιτία κάθε δυστυχίας μας. Η πλήρης αποκήρυξη κάθε τέτοιας λαχτάρας για ελευθερία είναι ο όρος για να μας επιτραπεί η είσοδος στο πνευματικό βασίλειο. Σε αυτόν τον κόσμο επιθυμούμε αυτή την ελευθερία, αλλά εξαναγκαζόμαστε παρά τη θέλησή μας να υποταχθούμε στους ανυποχώρητους νόμους της υλικής φύσης. Αυτή είναι αφύσικη κατάσταση. Αυτή η απροθυμία για βίαιη υποταγή δεν μας επιτρέπει την είσοδο στο πνευματικό βασίλειο. Σε αυτόν τον κόσμο, η ηθική αρχή απαιτεί πραγματικά την πρόθυμη υποταγή μας. Αλλά ακόμα και η ηθική αποτελεί περιστολή της ελευθερίας που επιβάλλεται από τις αλλόκοτες περιστάσεις αυτού του κόσμου. Η ψυχή, η οποία δεν ανήκει σε αυτόν τον κόσμο, βρίσκεται σε κατάσταση ανοιχτής εξέγερσης εναντίον της υποταγής σε μία ξένη κυριαρχία. Είναι από τη σύστασή της ικανή να υποτάσσεται οικειοθελώς μόνο στον Απόλυτο.
Ο καλός δάσκαλος ζητά από την αγωνιζόμενη ψυχή να υποταχθεί όχι στους νόμους αυτού του κόσμου, πράγμα που θα σφίξει απλώς τις αλυσίδες της, αλλά στον ανώτερο νόμο του πνευματικού βασιλείου. Η προσποίηση υποταγής στους νόμους του πνευματικού βασιλείου χωρίς την πρόθεση της πραγματικής εφαρμογής τους θεωρείται συχνά και εσφαλμένα ως γνήσια υποταγή με τη λογική της απουσίας πληρότητας πίστης. Αλλά σε αυτόν τον κόσμο η κατάσταση της πλήρους πίστης δεν υπάρχει. Είμαστε, επομένως, υποχρεωμένοι σε κάθε περίσταση να ενεργήσουμε με προσποιητές, δηλαδή δήθεν υποθέσεις εργασίας. Ο καλός δάσκαλος μας λέει να αλλάξουμε αυτή τη μέθοδο δράσης, την οποία έχουμε μάθει από την εμπειρία μας αυτού του κόσμου. Πρώτα απ’ όλα, μας προσκαλεί να είμαστε αληθινά και πλήρως ενημερωμένοι σχετικά με τη φύση και τους νόμους του άλλου κόσμου, ο οποίος συμβαίνει να είναι αιωνίως και κατηγορικά διαφορετικός από αυτόν τον κόσμο των φαινομένων. Αν δεν υποταχθούμε ειλικρινά στην εκμάθηση του αλφαβήτου της αιώνιας ζωής, αλλά συνεχίσουμε να θέλουμε να επιβάλουμε με τρόπο διεστραμμένο, όσο και αν αυτό γίνεται υποσυνείδητα, τις παρούσες μεθόδους και υποτιθέμενες πεποιθήσεις μας εναντίον της διδασκαλίας του δασκάλου κατά την περίοδο της μαθητείας μας, είναι βέβαιο ότι θα παραμείνουμε εκεί που είμαστε. Αυτό επίσης θα ισοδυναμεί με την ουσιαστική απόρριψη κάθε συμβουλής, επειδή οι δύο κόσμοι δεν έχουν τίποτε κοινό, παρόλο που συγχρόνως αποτυγχάνουμε φυσικά να το κατανοήσουμε αυτό, θεωρώντας διαρκώς και σύμφωνα με τις συνήθεις μεθόδους ότι ακολουθούμε οπωσδήποτε εν μέρει τον δάσκαλο. Αλλά για την ακρίβεια, όταν επιφυλασσόμεθα του δικαιώματος της επιλογής, στην πραγματικότητα ακολουθούμε τον εαυτό μας, επειδή ακόμα και όταν φαίνεται ότι ακολουθούμε τον δάσκαλο, είναι επειδή μοιάζει να συμφωνεί με εμάς. Αλλά, αφού οι δύο κόσμοι δεν έχουν απολύτως τίποτε κοινό, βρισκόμαστε απλώς κάτω από μία ψευδαίσθηση όταν υποθέτουμε ότι κατανοούμε πραγματικά τη μέθοδο ή το αντικείμενο του δασκάλου ή, με άλλα λόγια, όταν επιφυλασσόμεθα του δικαιώματος της επιβολής του φαινομενικού εαυτού. Μόνο η πίστη στις Γραφές μπορεί να μας βοηθήσει σε αυτή την ούτως ή άλλως ανέφικτη προσπάθεια. Πιστεύουμε στον δάσκαλο με τη βοήθεια των σάστρα, όταν δεν κατανοούμε ούτε το ένα ούτε το άλλο. Μόλις πεισθούμε πλήρως σχετικά με την ανάγκη να υποταχθούμε χωρίς περιστροφές στον καλό δάσκαλο, τότε και μόνο τότε, είναι σε θέση να μας δείξει τον δρόμο προς τον πνευματικό κόσμο, σύμφωνα με τη μέθοδο που έχει παραδοθεί στις σάστρα, με πρόθεση να την εφαρμόσει σωστά και χωρίς να διαπράττει κάποιο ολέθριο ατόπημα, στο μέτρο που ο ίδιος συμβαίνει να ανήκει στο βασίλειο του πνεύματος.
Η καρδιά του ζητήματος δεν βρίσκεται στην εξωτερική φύση της μυητικής τελετής όπως εμφανίζεται σε εμάς, επειδή αυτό είναι βέβαιο πως θα είναι ακατανόητο σε εμάς, εφόσον είναι υπόθεση του άλλου κόσμου, αλλά στην πεποίθηση της αναγκαιότητας και της επιτυχούς επιλογής ενός πραγματικά καλού δασκάλου. Μπορούμε να φτάσουμε στην πεποίθηση της αναγκαιότητας της βοήθειας ενός καλού δασκάλου με την άσκηση της αμερόληπτης λογικής μας υπό το φως της συνηθισμένης εμπειρίας μας. Όταν αυτή η πεποίθηση έχει πάρει μορφή πραγματικά, ο Ίδιος ο Σρι Κρίσνα μας βοηθά να βρούμε τον αληθινά καλό δάσκαλο με δύο τρόπους. Καρ’ αρχάς, μας καθοδηγεί όσον αφορά στον χαρακτήρα και τις λειτουργίες ενός καλού δασκάλου μέσω των εξ αποκαλύψεως γραφών. Και στη συνέχεια, ο Ίδιος μας στέλνει στον ίδιο τον καλό δάσκαλο, τη στιγμή που είναι δυνατό να ωφεληθούμε από τη διδασκαλία του. Ο καλός δάσκαλος έρχεται σ’ εμάς και όταν τον απορρίπτουμε. Και σε αυτή την περίπτωση είναι σίγουρα ο Κρίσνα ο οποίος τον στέλνει σ’ εμάς, χωρίς να υπάρχει κανένας απολύτως λόγος. Ο Κρίσνα έχει αποκαλύψει από αμνημονεύτων χρόνων τα νέα του πνευματικού βασιλείου με τη μορφή υπερβατικών ήχων, που έχουν παραδοθεί στα αρχεία των πνευματικών Γραφών σε όλο τον κόσμο. Οι πνευματικές Γραφές βοηθούν όλους εκείνους που είναι έτοιμοι να εφαρμόσουν αυτή τη λογική προκειμένου να βρουν όχι τη σχετική αλλά την Απόλυτη Αλήθεια, να βρουν τον κατάλληλο δάσκαλο σύμφωνα με τις οδηγίες τους. Ο μόνος καλός δάσκαλος είναι εκείνος που μπορεί να μας κάνει να κατανοήσουμε πραγματικά τις πνευματικές γραφές, και εκείνες μας επιτρέπουν να συνειδητοποιήσουμε την ανάγκη και τη φύση της υποταγής στις μεθόδους και τους κανόνες που θέτουν. Αλλά ακόμα και τότε υπάρχει κάθε δυνατότητα αντικανονικού παιχνιδιού. Ένας πολύ έξυπνος άνθρωπος ή ένας μάγος μπορεί να προβάλει τον εαυτό του ως ένα πρόσωπο που είναι σε θέση να εξηγήσει τις Γραφές μέσω της μεγάλης γνώσης της τέχνης της εξαπάτησης. Είναι, επομένως, πολύ σημαντικό να επαγρυπνούμε εναντίον τέτοιων τεχνασμάτων. Ο λόγιος, καθώς και ο μάγος, παριστάνουν ότι εξηγούν τις Γραφές μόνον όσον αφορά στα αντικείμενα ή τα γεγονότα αυτού του κόσμου. Αλλά οι ίδιες οι Γραφές μας διαβεβαιώνουν πως δεν μας μιλούν καθόλου για τα πράγματα αυτού του κόσμου. Όσοι ευθύνονται για την εξαπάτησή τους από την τέχνη των διεστραμμένων γιόγκι είναι όσοι πείθουν τον εαυτό τους να πιστέψουν ότι το πνευματικό είναι ταυτόσημο με τη διαστρέβλωση, την παραμόρφωση ή την περιφρόνηση των νόμων της υλικής φύσης. Οι νόμοι της υλικής φύσης δεν είναι αναληθείς. Εξουσιάζουν τη σχέση κάθε σχετικής ύπαρξης. Επομένως, στο παρόν στάδιο είναι πάντοτε πιθανό κάποιος που κατέχει τη δύναμη της γνώσης να επιδείξει μόνο τον προσωρινό χαρακτήρα εκείνου που επιλέγουμε να θεωρούμε ως βαθύτερη πεποίθησή μας, δείχνοντας ότι είναι ανεπαρκές ή ανεφάρμοστο. Αλλά τέτοιες εκπλήξεις, εφόσον ανήκουν στο βασίλειο των φαινομένων, δεν έχουν καμία σχέση με τον Απόλυτο. Όσοι διαθέτουν μία μη πνευματική προτίμηση για τον λογιοτατισμό ή τη μαγεία πέφτουν στα νύχια των ψευτοθεολόγων. Η δεινή θέση αυτών των θυμάτων της δικής τους διαστροφής θα συνειδητοποιηθεί από το γεγονός ότι κανείς δεν μπορεί να σωθεί από την κατάσταση της άγνοιας με τη μέθοδο του εξαναγκασμού. Δεν είναι δυνατό να σώσεις κάποιον που αρνείται για λόγους αρχής να ακούσει τη φωνή της λογικής. Οι εμπειρικοί σχολαστικιστές δεν αποτελούν εξαίρεση σε αυτόν τον κανόνα.
Το ολοφάνερο νόημα των Σάστρα θα πρέπει, επομένως, να είναι ο μοναδικός οδηγός μας στην αναζήτηση του καλού δασκάλου όταν αισθανθούμε πραγματικά την ανάγκη για την καθοδήγησή του. Οι Γραφές έχουν ορίσει τον καλό δάσκαλο ως κάποιον που ζει ο ίδιος πνευματική ζωή. Τον καλό δάσκαλο δεν τον κάνουν τα εγκόσμια προσόντα. Μόνο με την ανεπιφύλακτη υποταγή σε έναν τέτοιο δάσκαλο μπορούμε να βοηθηθούμε για να επανέλθουμε στο βασίλειο που είναι το αληθινό σπίτι μας και το οποίο είναι τώρα, δυστυχώς, αληθινή terra incognita σχεδόν για όλους μας και στο οποίο είναι σχεδόν αδύνατο να αποκτήσουμε πρόσβαση με ένα σώμα και με έναν νου που είναι αποτέλεσμα της αρρώστιας της κατάχρησης της ικανότητας της ελεύθερης κρίσης και της επακόλουθης συσσώρευσης ενός θανατηφόρου φορτίου εγκόσμιων εμπειριών, τις οποίες έχουμε μάθει να θεωρούμε ως πεμπτουσία της ύπαρξής μας.
(Δημοσιευμένο τον Δεκέμβριο του 1928 στο περιοδικό The Harmonist)
Μετάφραση: Γ. Δ. Κωνσταντόπουλος
Πρόσφατα σχόλια